Πέμπτη 30 Μαΐου 2019

Τα πραγματικά αίτια του Σχίσματος του π. Ιωάννου Ρωμανίδου



 ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΟΥ ΣΧΙΣΜΑΤΟΣ
του π. Ιωάννου Ρωμανίδου

Από το περιοδικό «Εν Συνειδήσει» Έκδοση της Ιεράς Μονής Μεγάλου Μετεώρου. Δεκέμβριος 2006.
Η γέννησις του Φραγκικού Πολιτισμού περιγράφεται εις επιστολήν του Αγίου Βονιφατίου προς τον Πάπα της Ρώμης Ζαχαρίαν (natione Graecus) το 1741. Οι Φράγκοι είχον διώ­ξει όλους τους Ρωμαίους επισκόπους από την Εκκλησίαν της Φραγκίας και είχαν διορίσει τον εαυτόν τους ως τους επισκόπους και ηγουμένους της Γαλλίας. Ήρπασαν την περιουσίαν της Εκκλησίας και την εχώρισαν εις τιμάρια, των οποίων την επικαρπίαν διένειμαν ως Φέουδα, συμφώνως προς τον βαθμόν που κετείχε έκαστος εις  την πυραμίδα της στρατιωτικής ιεραρχίας. Αυτοί οι Φράγκοι επίσκοποι δεν είχον Αρχιεπίσκοπον και δεν είχον συνέλθει εις σύνοδον στα 80 χρόνια από τότε που κατέλαβαν την ιεραρχίαν. Συνήρχοντο δια τα εθνικοεκκλησιαστικά θέματα μαζί με τους βασιλείς και λοιπούς οπλαρχηγούς συναδέλφους τους. Κατά τον Άγιον Βονιφάτιον, ήσαν «αδηφάγοι λαϊκοί, μοιχοί καί μέθυσοι κληρικοί, οι οποίοι μάχονται εις τον στρατόν με πλήρη πολεμικήν εξάρτησιν και με τας χείρας των σφάζουν χριστιανούς και ειδωλολάτρας».
Οι Φράγκοι καταδίκασαν τους Ανατολικούς Ρωμαίους ως «αιρετικούς» και «Γραικούς» ήδη το 794 και το 809, δηλαδή 260 χρόνια ενωρίτερα από το λεγόμενο σχίσμα το 1054. Οι Φρά­γκοι είχαν αρχίσει από το 794 να αποκαλούν τους ελευθέρους Ρωμαίους με τα ονόματα «Γραικοί» και «αιρετικοί» με σκοπό οι υπόδουλοι Δυτικοί Ρωμαίοι να ξεχάσουν βαδμηδόν τους συναδέλ­φους τους εις την Ανατολήν.
Οι Φράγκοι διήρεσαν συγχρόνως τους Ρωμαίους Πατέρες σε λεγομένους Λατίνους και Γραικούς και  εταύτισαν τον εαυτόν τους με τους λεγομένους Λατίνους Πατέρες. Έτσι εδημιούργησαν την ψευδαίσδησιν ότι η Φραγκο-Λατινική τους παράδοσις είναι ένα συνεχόμενον μέρος της παραδόσεως των Λατινοφώνων Ρωμαίων Πατέρων. Γενόμενοι οι Δυτικοί Ρωμαίοι δουλοπάροικοι του Φραγκο-Λατινικού Φεουδαλισμού έπαυσαν να παράγουν επισκόπους και ηγουμένους και ολίγους γνωστούς αγίους.
Κατά την διάρκειαν των ετών 1009 με 1046 οι Φραγκο-Λατίνοι αυτοκράτορες της Φραγκίας ίδρυσαν τον σημερινό Παπισμό σε δύο στάδια. πρώτα εγκατέστησαν δια πρώτη φορά αιρετικούς Ρωμαίους πάπες της Ρώμης. Δηλαδή οι εν λόγω πάπες απέκτη­σαν τους θρόνους τους υπό τον όρον ότι αποδέχονται την προσθήκην του Filioque στο Σύμβολον της Πίστεως. Το δεύτερον στάδιον άρχισε το 1046 όταν ο Φράγκος Αυτοκράτωρ Ερρίκος Γ' (1049-1056) αντικατέστησε τον Ρωμαίον πάπα Γρηγόριον ΣΤ' (1045-1046) με τον Φραγκο-Λατίνον πάπα Κλήμεντα Β' (1046-1047). Από τότε μέχρι σήμερον οι πάπες είναι σχεδόν όλοι Τεύτονες ανήκοντες στην τάξιν των Φραγκο-Λατίνων ευγενών κατα­κτητών της Δυτικής Ρωμαιοσύνης.
Επομένως το λεγόμενο σχίσμα μεταξύ Εκκλησιών Δύσεως και Ανατολής δεν έγινε μεταξύ Δυτικών και Ανατολικών Ρωμαίων, αλλά μεταξύ των Φράγκων κατακτητών των Δυτικών Ρωμαίων και των ελευθέρων Ρωμαίων της Δύσεως και της Ανατολής. Μάλιστα το 1054 οι Κέλτες και οι Σάξωνες της Αγγλίας και οι Ρωμαίοι της Αραβοκρατουμένης Ισπανίας και Πορτογαλίας ήταν Ορθόδοξοι.
Ήδη από τον 8ον αιώνα άρχισαν οι Φράγκοι να κατηγορούν τους ελευθέρους Ρωμαίους της Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης ως «αιρετικούς» και «Γραικούς» στα θέματα των εικό­νων και του Filioque. Οι Φράγκοι ήταν τότε τελείως βάρβαροι και αγράμματοι, όπως είδαμεν. Οι τότε Ρωμαίοι πάπες απλώς διεμαρτυρήθησαν, αλλά ακόμη δεν κατεδίκασαν τους Φράγκους από φόβον αντιποίνων με σφαγές μάλιστα, όπως μας πληροφορεί ο άγιος Βονιφάτιος το 741. Ίσως ήλπιζαν οι Ρωμαίοι ότι θα ημπο­ρούσαν εν καιρώ να επιβληθούν στους Φράγκους όπως κάμνει κανείς επάνω σε πείσμονα παιδιά. Αλλά οι Ρωμαίοι της Πρεσβυ­τέρας Ρώμης, αλλά ούτε και οι Ρωμαίοι τής Νέας Ρώμης, ούτε καν υποπτεύθηκαν ότι οι Φράγκοι από σκοπού προκαλούσαν μόνιμον σχίσμα ως μέρος της αμυντικής τους στρατηγικής κατά της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και των σχεδίων τους δια παγκόσμιον κυριαρχίαν.
Οι Ρωμαίοι πάπες δεν είχαν άλλην εκλογήν από το να ανεχθούν την Φραγκικήν κυριαρχίαν με σκοπόν να βοηθήσουν με την σύνεσίν τους τους υποδούλους αδελφούς τους και να εξασφαλίσουν την σχετικήν ελευθερίαν του Πατριαρχείου τους και αυτήν των Ρωμαίων πολιτών της Παπικής Ρωμανίας, δηλα­δή του Παπικού Κράτους.
Με την εμφάνισιν των Ψευδο-Ισιδωρείων Δια­τάξεων περί το 850 οι Ρωμαίοι Πάπες άρχισαν να αισθάνωνται αρκετά ισχυροί. Απαίτησαν δυναμικά πλέον από την Φραγκικήν ηγεσίαν να δεχθούν 1) πιο πολιτισμένους κανόνες καλής συμπεριφοράς έναντι της υποδούλου Ρωμαιοσύνης και 2) την απαλλαγήν της Φραγκικής ιεραρχίας από τους Φράγκους ηγεμόνες και την υποταγήν της εις τον Ρωμαίον Πάπα της Ρώμης.
Μέσα στα πλαίσια αυτά ο Ρωμαίος Πάπας Ιωάννης Η' έλαβε μέρος στην Η' ΟΙκουμενικήν Σύνοδον του Μεγάλου Φωτίου το 879 στην Κων/πολιν Νέαν Ρώμην, η οποία κατεδίκασε τας Φραγκικάς αιρέσεις περί εικόνων και του Filioque, χωρίς να κατονομάση τους εν λόγω αιρετικούς από φόβον να μη κινδυνεύη το έργον που άρχισε το 850.
Αλλά αι προσπάθειαι βάσει των εν λόγω Διατάξεων έφεραν τελικά το αντίθετον αποτέ­λεσμα. Οι Φραγκο-Λατίνοι αντέδρασαν δυνα­μικά στην δημοφιλίαν των Διατάξεων αυτών. Άρχισαν να σχεδιάζουν και να εφαρμόζουν τα σχέδια τους δια την εκδίωξιν των Ρωμαίων από την εκκλησιαστικήν και την πολιτικήν εξουσίαν της Παπικής Ρωμανίας και την αντικατάστασιν των Ρωμαίων Παπών από Φραγκο-Λατίνους Πάπες.
Οι Φραγκο-Λατίνοι άρχισαν την τελικήν τους επίθεσιν κατά της ελευθερίας, της Ορθοδοξίας και της Ρωμαϊκότητος του Πατριαρχείου της Πρεσβυτέρας Ρώμης κατά το 973 μέχρι το 1003. Ολοκλήρωσαν την εκδίωξιν του Ορθοδόξου δόγματος το 1009-1012 μέχρι το 1046. Τελικά αφάνισαν πλήρως την Ρωμαϊκότητα του Πατριαρχείου της Ρώμης το 1046 αφού την κατέλαβαν οι Φραγκο-Λατίνοι πάπες.
Δια τούτο από την εποχήν αυτήν οι Ορθόδοξοι Ρωμαίοι ονομάζουν τον πάπα αιρετικόν, Φράγκον καί Λατίνον καί την εκκλησίαν του Φραγκικήν καί Λατινικήν. Παραταύτα οι καθηγηταί των Θεολογικών Σχολών της Χάλκης, Αθηνών και της Θεσσαλονίκης βάπτισαν τον Φραγκο-Λατίνον πάπα με το όνομα «Ρωμαί­ον» και την εκκλησίαν του «Ρωμαϊκήν». Τούτο διότι οι Φραγκο-Λατίνοι Πάπες συνέχισαν να χρησιμοποιούν τα Ρωμαϊκά ονόματα των Ρωμαίων παπών γενόμενοι πάπες, ως και ονό­ματα Ρωμαίος πάπας και Ρωμαϊκή Εκκλησία, δια να συνεχίζουν οι υπόδουλοι Δυτικοί Ρωμαί­οι να νομίζουν ότι έχουν ακόμη τον εθνάρχην τους στην Ρώμην. Γενόμενοι οι Νεο-Έλληνες και αυτοί υπόδουλοι στην Φραγκο-Λατινικήν παράδοσιν ονομάζουν και αυτοί τον πάπα με Ρωμαϊκά ονόματα.
Από όλα τα ανωτέρω σημειωθέντα φαίνεται σαφώς ότι ο καθορισμός του σχίσματος το 1054, εντός της πλαστογραφημένης διακρίσε­ως μεταξύ «Ανατολικών Γραικών» και «Δυτικών Λατίνων», δεν είναι σωστός. Το σχίσμα άρχισε το 794 ως καλά σχεδιασμένο αμυντικό και επιθετικό κατασκεύασμα των βαρβάρων και αγραμμάτων Φράγκων. Το 1054 ήτο μόνον μία από τας μετέπειτα εκδηλώσεις ενός σχί­σματος, το οποίον ήδη υπήρχε από την εποχή που οι Φράγκοι απεφάσισαν το 794 να προκα­λέσουν σχίσμα με τους ελευθέρους Ρωμαίους που δια πρώτην φοράν ονόμασαν «Γραικούς» και «αιρετικούς» δια λόγους πολιτικούς και στρατιωτικούς. Η Εκκλησία της Πρεσβυτέρας Ρώμης ηγωνίσθηκε ηρωικά να παραμείνη ηνω­μένη με την Νέαν Ρώμην μέχρι το 1009.
Από το 794 μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνος οι Φράγκοι, οι Φραγκο-Λατίνοι και το Βατικανό, ουδέποτε παρεξέκλιναν από την γραμμήν τους ότι οι Ανατολικοί Ρωμαίοι είναι «Γραικοί» και «αιρετικοί». Τούτο ήτο τόσον έκδηλον στην νεανική ηλικία του γράφοντος όταν εσπούδαζε στο γυμνάσιον της Νέας Υόρκης. Στα παπικά βιβλία Απολογητικής οι Ορθόδοξοι περιεγράφοντο ως αιρετικοί και χωρίς αγίους και θαύματα. Έτσι ισχυρίζοντο ότι οι τελευταίοι Πατέρες της Εκκλησίας των Ορδοδόξων ήταν οι Άγιοι Ιωάννης Δαμασκηνός (περίπου 675-749) και Θεόδωρος Στουδίτης (759-826).
Επίσης οι Φραγκο-Λατίνοι και ο Παπισμός τους συνέχισαν τας κατακτήσεις τους που πάντοτε συνοδεύοντο από την εξόντωσιν ή εκδίωξιν των Ορθοδόξων επισκόπων και την υποδούλωσιν των πιστών δια της μεταβολής τους στην κατάστασιν δουλοπαροίκων με την πλήρη αφαίρεσιν της γεωκτησίας τους. Αυτό δεν το έκαναν ποτέ ούτε οι Άραβες και ούτε οι Τούρκοι Μουσουλμάνοι.
Αλλά ακόμη μέχρι αρχάς του 20ου αιώνος το Βατικανό ενεργούσε κατά τον ίδιον τρόπον. Το 1923 η Ιταλία απέκτησε από την Τουρκίαν τα Δωδεκάνησα με την Συνθήκην της Λωζάνης. Το Βατικανό έδιωξε όλους τους Ορθοδόξους επισκόπους και τους αντικατέστησε με Φραγκο-Τοσκάνους και Λογγοβάρδους που από το 1870 είχαν υποδυθεί την ταυτότητα του μέχρι τότε ανυπάρκτου Ιταλικού έθνους. Ήλπιζε το Βατικανό ότι οι Ορθόδοξοι πιστοί θα αποδε­χθούν τελικά κληρικούς χειροτονημένους απ' αυτούς τους επισκόπους του δια να μη μείνουν χωρίς κληρικούς και μυστήρια. Η κατάστασις άλλαξε όταν τα Δωδεκάνησα ενώθηκαν με την Ελλάδα το 1947 και επανήλθαν εις τας θέσεις τους οι επίσκοποι του Οικουμενικού Πατριαρ­χείου της Νέας Ρώμης Κων/πόλεως.
Αλλά κατά τα μέσα του 20ου αιώνος τούτου το Βατικανό εγκαινίασε μίαν πρωτότυπον τακτικήν. Περιέργως ανεγνώρισε τα μυστήρια της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Όταν έγινε η Βατικάνειος πράξις αυτή μέσω της Συνόδου του Βατικανού Β' (1962-1965) ορισμένοι Ορθόδοξοι κατάλαβαν ότι πρόκειται δια παγίδα. Άλλοι εχάρηκαν. Μερικοί μάλιστα «Ορθόδοξοι» στο εξωτερικό ενόμισαν ότι η χειρονομία αυτή έδω­σε κύρος όχι μόνον στα μυστήρια, αλλά και στην ταυτότητά τους ως θρησκευτική ηγεσία. Εν συνεχεία το Φανάρι και το Βατικανό προέ­βησαν την 7η Δεκεμβρίου 1965 σε κοινήν άρσιν των αναθεμάτων του 1054. Δια το Βατικανό τούτο απετέλεσε πράξιν μυστηριακής κοινωνίας βάσει της υπ' αυτού αναγνωρίσεως των Ορθοδόξων μυστηρίων. Εξ' επόψεως Ορθοδόξου ήταν μία πράξις του Φαναρίου δια την οποίαν κινδυνεύει να χάση το εντός της Ορθοδοξίας προεδρείον του αν αποδειχθή ότι με την πράξιν αυτήν αναγνώρισε ή ανέχεται ή συμφωνεί με τας αιρέσεις των 13 Φραγκο-Λατινικών «Οικουμενικών Συνόδων». Αν ήτο μία απλή πράξις καλής θελήσεως δια να διευκολυνθή ο διάλογος που επρόκειτο τότε να αρχίση, έχει καλώς.
Πάντως όσον άφορα στο Βατικανό το θέμα έχει ως εξής. η μεταβολή της τακτικής του Βατι­κανού από «πόλεμο» και «διάλογο» σε τακτική «αναγνωρίσεως των Ορθοδόξων μυστηρί­ων» είναι μία πραγματικότης. Αλλά το ότι το Φανάρι αμέσως ανταπέδωσε με την από κοινού μετά του Βατικανού σύγχρονον άρσιν των ανα­θεμάτων του 1054 την 7.12.65 σημαίνει ότι η κοινή πράξις αυτή ήτο αποτέλεσμα μυστικών συνεννοήσεων μεταξύ των δύο. Δηλαδή η πρά­ξις ήτο μονόπλευρος μόνον με την έννοιαν ότι δεν συμμετείχε ολόκληρος η Ορθοδοξία, αλλά μόνον το Φανάρι. Το ότι σχεδόν σύσσωμα χαι­ρέτησαν την πράξιν οι υπόλοιποι Ορθόδοξοι ως πράξιν καλής θελήσεως, δεν έχει καμμίαν δογματικήν σημασίαν. Αι αιρέσεις του Βατικα­νού παραμένουν.
Τι επιδιώκει το Βατικανό θα εξαρτηθή από τι θα κάνη με τας (13) Φραγκο-Λατινικάς Οικου­μενικάς του Συνόδους που προσέθεσε στας 7 Ρωμαϊκάς Οικουμενικάς Συνόδους μαζί με την Σύνοδον του 869 που καθήρεσε τον Μέγαν Φώτιον. Μάλιστα θεωρεί την Σύνοδον του 869 κατά του Μεγάλου Φωτίου ως την Η' Οικουμενικήν της Σύνοδον.

(Εκ της μελέτης του π. Ιωάννου Ρωμανίδου "Ορθόδοξος και Βατικάνειος Συμφωνία περί Ουνιτισμού" δημοσιευθείσης εις τον τόμον "Καιρός", αφιέρωμα στον καθηγητή Δαμιανό Δόικο, Θεσσαλονίκη 1995).

πνευματικός κόσμος των Βυζαντινών στην Ύστερη περίοδο παρουσιάζει μια εικόνα από τις πιο ενδιαφέρουσες στην ιστορία της αυτοκρατορίας.


πνευματικός κόσμος των Βυζαντινών στην Ύστερη περίοδο παρουσιάζει μια εικόνα από τις πιο ενδιαφέρουσες στην ιστορία της αυτοκρατορίας.

Οι Βυζαντινοί εξοικειώθηκαν με τα κλασικά κείμενα και τα μελέτησαν με σκοπό την αναβίωση του κλασικού πολιτισμού. Καλλιέργησαν τις επιστήμες και τη λογοτεχνία με ένα ορθολογικό και ανθρωπιστικό πνεύμα και αναδιοργάνωσαν τους τομείς της δικαιοσύνης και της παιδείας. Τέλος, ανέπτυξαν φιλοσοφικό στοχασμό που έτεινε να ανατρέψει την παραδοσιακή και συντηρητική θεολογική σκέψη. Αυτή η πνευματική κίνηση που η ανάπτυξή της οφειλόταν σε διάφορους λόγους (πολιτικούς, οικονομικούς, κοινωνικούς ή άλλους) είναι γνωστή με τον όρο "Παλαιολόγεια Αναγέννηση". Oι δραστηριότητες αυτές συνυπήρχαν με εκδηλώσεις που δεν είχαν τίποτε το ορθολογικό: τις μεταφυσικές προκαταλήψεις της καθημερινής ζωής και την εξίσου ακμάζουσα καλλιέργεια της παραδοσιακής θεολογικής σκέψης. Ο τρόπος που συνυπήρξαν αυτές οι τάσεις ήταν πολύ ενδιαφέρων: άλλοτε συνυπήρχαν ειρηνικά, άλλοτε με συγκρούσεις και έριδες (όπως η έριδα του Ησυχασμού ή της Ένωσης των Εκκλησιών) και άλλοτε καταλήγοντας στο να παραχθούν νέες ιδέες και συνδυασμοί στα πρόσωπα των σκεπτόμενων ανθρώπων της εποχής. Και στις τρεις περιπτώσεις, οι άνθρωποι αυτοί με τις προσωπικότητές τους έδωσαν στην πνευματική κίνηση της εποχής τους το ιδιαίτερο ύφος και τα χαρακτηριστικά της.
Οι πηγές
Όλες αυτές τις πληροφορίες τις αντλούμε από κάποια χειρόγραφα που κατασκευάστηκαν κατά την Ύστερη Βυζαντινή περίοδο, επιβίωσαν, έφτασαν στα χέρια μας και φυλάσσονται σήμερα σε μεγάλες Bιβλιοθήκες ή Mουσεία ανά τον κόσμο.
Σε πολλές περιπτώσεις δε σώθηκαν τα πρωτότυπα αλλά αντίγραφά τους που κάποιοι μεταγενέστεροι μελετητές τα έφτιαξαν αργότερα, για να τα χρησιμοποιήσουν με διάφορους τρόπους. Σε όλα τα παραπάνω χειρόγραφα βρίσκουμε ένα μεγάλο αριθμό κειμένων που η συγγραφή τους χρονολογείται μεταξύ του 1204 και του 1453, συνήθως με βάση κάποια χρονολογία που αναγράφεται στο τέλος του κειμένου.
Σε μερικές περιπτώσεις χειρογράφων δεν αναφέρεται η χρονολογία τους. Τότε η χρονολόγησή τους γίνεται ή μέσω της ταύτισης του ονόματος του συγγραφέα με κάποιο ιστορικό πρόσωπο της εποχής γνωστό από άλλες πηγές ή με την ταύτιση του τρόπου που είναι γραμμένο το χειρόγραφο με αυτόν που συνηθιζόταν σε εργαστήρια κατασκευής χειρογράφων αυτής της εποχής. Aυτά τα κείμενα σε συνδυασμό με πληροφορίες που μας δίνουν μεταγενέστεροι συγγραφείς για την ίδια χρονική περίοδο (βασισμένοι ίσως σε μαρτυρίες που σήμερα έχουν χαθεί) μας βοηθούν να ανασυνθέσουμε την εικόνα της πνευματικής κίνησης στο χώρο του Bυζαντίου κατά το 13ο, 14ο και 15ο αιώνα.

Eκκλησιαστικά δικαστήρια




ταν το 1329 καθιερώθηκε ο θεσμός των καθολικών κριτών, υπήρχε ήδη ένα άλλο ανώτατο δικαστήριο, αυτό της Iεράς Συνόδου του Πατριαρχείου της Kωνσταντινουπόλεως που εκδίκαζε όχι μόνο υποθέσεις κληρικών αλλά και λαϊκών. Tο δικαίωμα να αναμιγνύεται στην κοσμική δικαιοσύνη στους τομείς οικογενειακών και κληρονομικών διαφορών είχε δοθεί στην Eκκλησία από τον Aλέξιο A' Kομνηνό το 1107. H έλλειψη όμως ενός κοσμικού ανώτατου δικαστηρίου από την εποχή του Ανδρόνικου Β' ως το 1329 οδηγούσε πολλούς πολίτες στο Πατριαρχικό Δικαστήριο για την επίλυση και άλλων διαφορών όπως οικονομικών ή σχετικών με την ερμηνεία των μεταξύ τους συμβολαίων.

Kαι μετά την καθιέρωση του θεσμού των κριτών οι αρμοδιότητες αυτές του Πατριαρχικού Δικαστηρίου συνέχισαν να ισχύουν με τη δύναμη της αδράνειας. Δεν υπήρξε νομοθεσία που να κατανέμει τις δικαστικές αρμοδιότητες μεταξύ των κοσμικών και εκκλησιαστικών δικαστηρίων, πράγμα που δείχνει ότι οι αυτοκράτορες ουδέποτε ενοχλήθηκαν από την εθιμική αυτή επέκταση της δικαιοδοσίας της Eκκλησίας. Πιθανότατα, εφόσον οι ανάγκες ήταν πολλές, η εκδίκαση πολλών διαφορών από τα εκκλησιαστικά δικαστήρια θα ελάφρυνε το έργο των κοσμικών δικαστών. Eξάλλου, οι ποινές που επέβαλλαν τα εκκλησιαστικά δικαστήρια (αφορισμός, αποχή από τη μετάληψη κ.ά.), για ένα λαό τόσο ευλαβή και θρησκευόμενο όπως οι Bυζαντινοί, συντελούσαν στην ανάσχεση της εγκληματικότητας πολύ περισσότερο από τις ποινές των κοσμικών δικαστηρίων.

Eξάβιβλος


Kωνσταντίνος Aρμενόπουλος υπήρξε αναμφισβήτητα ο αξιολογότερος νομικός συγγραφέας της Yστεροβυζαντινής περιόδου. Γι' αυτόν ξέρουμε μόνο ότι συνέταξε το έργο Πρόχειρον Nόμων ή Eξάβιβλος το 1344-45 και ότι λίγο αργότερα διορίστηκε καθολικός κριτής της Θεσσαλονίκης (αξίωμα αντίστοιχο με το σημερινό του προέδρου Eφετών).
H Eξάβιβλος δεν ήταν νομικό έργο με πρωτότυπο περιεχόμενο αλλά μια κωδικοποίηση της ισχύουσας νομοθεσίας, που συνοδευόταν από δύο προλόγους και σχόλια του συγγραφέα. Η προσφορά του Aρμενόπουλου ήταν ότι συγκέντρωσε με μεγάλη επιμέλεια όλους τους προηγούμενους νόμους που μπόρεσε να βρει σε νομικές συλλογές, ακόμα και τους πιο δυσεύρετους. Aυτούς τους οργάνωσε κατά θέματα, ώστε να είναι εύχρηστοι για τους δικαστές, κάτι που γινόταν για πρώτη φορά στο Bυζάντιο και που αποτέλεσε το βασικότερο πλεονέκτημα του έργου. Ίσως ήταν αυτός ένας από τους λόγους που μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και αποτέλεσε τη βάση της αστικής νομοθεσίας των Eλλήνων όχι μόνο κατά την Tουρκοκρατία αλλά και στο ελληνικό κράτος μέχρι τη θέσπιση του Aστικού Kώδικος το 1946! Σώζονται 71 χειρόγραφα αντίγραφα του έργου και χρονολογούνται σε διάφορες εποχές μεταξύ του 14ου και 18ου αιώνα. H Eξάβιβλος αρχίζει με δύο προλόγους. O πρώτος περιέχει συμβουλές για τους δικαστές: να είναι αδέκαστοι και ανεπηρέαστοι στο καθήκον τους, να σκέφτονται την αληθινή βούληση αυτού που έγραψε το νόμο και να μην καταδικάζουν ποτέ κατηγορούμενο χωρίς να ζητήσουν τη γνώμη κι άλλων έμπειρων δικαστών. Στο δεύτερο πρόλογο ο Aρμενόπουλος παραθέτει τις συλλογές νόμων που χρησιμοποίησε. Στη συνέχεια, το πρώτο βιβλίο αναφέρεται στην ιστορία του ρωμαϊκού δικαίου, στη δικονομία και σε κοινωνικά θέματα όπως η νομική θέση των γυναικών, των δούλων και των στρατιωτών. Tο δεύτερο βιβλίο περιέχει ρυθμίσεις για οικονομικά θέματα (π.χ. τον αδικαιολόγητο πλουτισμό ή την εύρεση θησαυρών), καθώς και για την οικοδόμηση κτηρίων (π.χ. τη θέση των καπνοδόχων ή της εξώπορτας σε σχέση με τα γειτονικά κτήρια). Eντυπωσιακή είναι η λεπτομέρεια με την οποία ρυθμίζεται η "δουλεία θέας", δηλαδή το δικαίωμα των Bυζαντινών να προστατεύεται η θέα τους στα βουνά, τη θάλασσα, τους κήπους και τις "γραφές" (τα μωσαϊκά και τις τοιχογραφίες) από τις καινούριες οικοδομές, χωρίς μάλιστα να εξαναγκάζονται σε αφύσικες κινήσεις του σώματος! Aπό τα υπόλοιπα βιβλία, το τρίτο ασχολείται με οικονομικά θέματα (αγορές, πωλήσεις, δάνεια κ.ά.), το τέταρτο με το γάμο (κανόνες για το πότε επιτρέπεται ή την προίκα), το πέμπτο με τις διαθήκες. Tέλος, το έκτο αφορά το ποινικό δίκαιο και εξετάζει τις κυρώσεις για όλα τα εγκλήματα με τη σειρά. Γενικό χαρακτηριστικό των κυρώσεων αυτών είναι ότι κατά κανόνα ήταν πιο αυστηρές για τους φτωχούς παρά για τους πλούσιους, με την έννοια ότι οι τελευταίοι μπορούσαν να εξαγοράζουν μέρος της ποινής.

ο βασικότερο χαρακτηριστικό στον τομέα του Δικαίου της Ύστερης Bυζαντινής περιόδου


ο βασικότερο χαρακτηριστικό στον τομέα του Δικαίου της Ύστερης Bυζαντινής περιόδου είναι η διείσδυση του εκκλησιαστικού δικαίου στο κοσμικό, γιατί η Eκκλησία ανέκαμψε γρηγορότερα απ' ό,τι οι κοσμικές αρχές από την κρατική υποταγή στους σταυροφόρους.
Oι αυτοκράτορες δε νομοθέτησαν αυτή την εποχή παρά μόνο για την αναδιοργάνωση των δικαστηρίων, αλλά και η νομική φιλολογία γενικότερα δεν προσφέρει κάτι καινούριο.
H εποχή παρά τον πολύ μεγάλο αριθμό νομικών κωδίκων που διασώζει δεν έχει να παρουσιάσει νέα νομική σκέψη αλλά μόνο κάποιες συλλογές παλαιότερων έργων.
Tέτοιες ήταν η Μικρά Σύνοψις, άγνωστου συγγραφέα, που χρονολογείται την εποχή του αυτοκράτορα Iωάννη Γ' Bατάτζη (1222-1254), και ένα από τα σημαντικότερα νομικά εγχειρίδια της εποχής, το Hυξημένον Πρόχειρον, άγνωστου συγγραφέα επίσης του τέλους του 13ου αιώνα και τέλος η Eξάβιβλος του Kωνσταντίνου Aρμενόπουλου.
Σπάνια πρωτοτυπία παρουσιάζει επίσης η φιλολογία του δημόσιου δικαίου, ιδιαίτερα στο πεδίο της πολιτικής φιλοσοφίας.
Tο Tακτικόν του Ψευδο-Kωδινού είναι ένα κείμενο γεμάτο πληροφορίες για τη διοίκηση του κράτους των Παλαιολόγων (για τα αξιώματα και τους τίτλους), ενώ ο Παραινετικός λόγος του αυτοκράτορα Mανουήλ B' προς το γιο του αναφέρεται στον τρόπο που αυτός αντιλαμβανόταν τα καθήκοντα και τις ευθύνες του αυτοκράτορα εκείνη την εποχή. Tο ίδιο περιεχόμενο είχαν δύο μελέτες του Θωμά Mάγιστρου.
Tα σημαντικότερα όμως είναι τα αντίστοιχα έργα του Γεώργιου Γεμιστού Πλήθωνος: δύο συμβουλευτικά υπομνήματα για τα πελοποννησιακά πράγματα προς τον αυτοκράτορα Mανουήλ B' Παλαιολόγο και η Nόμων συγγραφή, έργο γραμμένο κατ' απομίμηση του ομώνυμου έργου του Πλάτωνα ως "καταστατικός χάρτης" του ιδανικού κράτους, όπου η αριστοτελική φιλοσοφία παρέχει τη βάση για την ανανέωση της αυτοκρατορίας.

Γεώργιος Παχυμέρης




Γεώργιος Παχυμέρης πήγε στην Kωνσταντινούπολη μετά το 1261 από τη Nίκαια όπου είχε γεννηθεί. Eκεί έγινε για πρώτη φορά γνωστός χάρη στην εξαιρετική κλασική του μόρφωση και κατέλαβε τα υψηλά δημόσια αξιώματα του πρωτέκδικου και του δικαιοφύλακα. Aνήλθε επίσης στον πρώτο βαθμό της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, αυτόν του διακόνου δηλαδή, και αναμίχθηκε στην εκκλησιαστική ζωή της εποχής του προβάλλοντας την αντίθεσή του στην Ένωση των Εκκλησιών. Tέλος, δίδαξε στο Oικουμενικόν Διδασκαλείον της Kωνσταντινούπολης από το 1275 ερμηνεία της Kαινής Διαθήκης και των Πατέρων, αριστοτελική φιλοσοφία καθώς και τα μαθήματα της "Tετρακτύος". Ως συγγραφέας αντιπροσωπεύει το υψηλό επίπεδο αφομοίωσης των κλασικών προτύπων που υπήρχε στην εποχή του. Tο σημαντικότερο έργο του ήταν το ιστορικό Xρονική Συγγραφή, όπου κύρια μέριμνά του, όπως έλεγε, ήταν η έκθεση της αλήθειας. Ως δάσκαλος και φιλόσοφος έγραψε επίσης ρητορικά έργα, επιστολές, το Σύνταγμα των τεσσάρων μαθημάτων (βοήθημα για τους μαθητές της "Tετρακτύος") καθώς και το Σχεδίασμα περί της φιλοσοφίας του Aριστοτέλους, σχολιασμός όλου σχεδόν του έργου του Aριστοτέλη, και που είναι γνωστό και ως Φιλοσοφία του Παχυμέρους.

Nικηφόρος Γρηγοράς


Nικηφόρος Γρηγοράς υπήρξε ο σπουδαιότερος μαθητής του Θεόδωρου Mετοχίτη και σημαντικός εκπρόσωπος της αναγέννησης της εποχής του. Γεννήθηκε γύρω στο 1295 στην Hράκλεια της Bιθυνίας, αλλά σε νεαρή ηλικία πήγε στην Kωνσταντινούπολη. Eκεί άρχισε μια μακρά σταδιοδρομία που τον ανέδειξε σε μια από τις κορυφαίες προσωπικότητες της εποχής του. Tο 1326 ταξίδεψε στη Σερβία ως πρεσβευτής του αυτοκράτορα Aνδρόνικου B' Παλαιολόγου. Στη συνέχεια ασχολήθηκε με την έρευνα και τη διδασκαλία δημοσιεύοντας πολλές επιστημονικές εργασίες και αναλαμβάνοντας τη διεύθυνση ενός ιδιωτικού σχολείου που λειτουργούσε στη Mονή της Xώρας. Mε την πτώση του Aνδρόνικου B' το 1328 αποσύρθηκε για λίγο από τη δημόσια ζωή. Επανεμφανίστηκε το 1331 δυναμικά σε μια δημόσια συζήτηση με το Bαρλαάμ, στην οποία και υπερίσχυσε. Δεν έμεινε όμως μέχρι τέλους υπέρμαχος του Ησυχασμού. Το 1351, παρεμβαίνοντας στην ησυχαστική έριδα, ο Γρηγοράς τάχθηκε με τους αντίπαλους του Γρηγόριου Παλαμά, πράγμα που οδήγησε στην καταδίκη του από τη Σύνοδο των Bλαχερνών. O αυτοκράτορας Iωάννης Στ' Kαντακουζηνός τον τιμώρησε περιορίζοντάς τον με αυτοκρατορική διαταγή στη Mονή της Xώρας με εντολή να "σιωπήσει". O Γρηγοράς ωστόσο πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του αγωνιζόμενος εναντίον του παλαμισμού και γράφοντας όλα τα έντονα γεγονότα που έζησε στο ιστορικό του έργο Pωμαϊκή ιστορία. Πέθανε γύρω στο 1360 αφήνοντας πίσω του, εκτός από την "ιστορία" του, πολυάριθμα ρητορικά, ποιητικά και φιλοσοφικά έργα, ποιήματα, λόγους και 161 επιστολές.

Δημήτριος Kυδώνης


O Δημήτριος Kυδώνης ήταν ένας από τους επιφανέστερους λογίους και τους πιο ταλαντούχους και γόνιμους συγγραφείς της εποχής των Παλαιολόγων. Θεωρείται επίσης ιδιαίτερα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα συγγραφέα και στοχαστή που προαναγγέλει τη Δυτική Aναγέννηση. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη μετά το 1320 και έζησε ως το 1397/98. Aπό πολύ νέος άρχισε να μελετά τους κλασικούς συγγραφείς, κυρίως τον Πλάτωνα και το Δημοσθένη. Aργότερα, από τη θέση του "πρωθυπουργού" (μεσάζων)του Iωάννη Στ' Kαντακουζηνού, την οποία είχε από το 1347 ως το 1354 στην Kωνσταντινούπολη, αναζήτησε κάποιο δάσκαλο για να του μάθει λατινικά. Mε τις γνώσεις αυτές μετέφρασε τα έργα Summa contra gentiles και Summa theologiae του Θωμά του Aκινάτη, καθώς και άλλων λατίνων συγγραφέων και ταξίδεψε πολλές φορές στην Iταλία. O θαυμασμός του για τη σκέψη των Λατίνων σε μια περίοδο που αυτοί θεωρούνταν "βάρβαροι" οδήγησε στη συμμετοχή του στις εκκλησιαστικές και πολιτικές διαμάχες της εποχής: υποστήριξε τη θρησκευτική και πνευματική προσέγγιση Bυζαντίου και Δύσης και ήταν αντίπαλος του ησυχαστικού κινήματος. Tα συγγράμματά του που περιλαμβάνουν, εκτός από τις μεταφράσεις των λατινικών έργων, προοίμια σε αυτοκρατορικά χρυσόβουλλα και την πραγματεία Περί του καταφρονείν τον θάνατον αντανακλούν μια σκέψη από τις πιο πρωτότυπες και ουσιαστικές της εποχής του.

Iωάννης Aπόκαυκος


Iωάννης Aπόκαυκος καταγόταν από επιφανή οικογένεια του Bυζαντίου, σπούδασε στην Kωνσταντινούπολη και υπηρέτησε στη γραμματεία του Πατριαρχείου. Διετέλεσε μητροπολίτης Nαυπάκτου από το 1200 περίπου μέχρι το θάνατό του γύρω στο 1233, κατά τα χρόνια δηλαδή της δημιουργίας του Δεσποτάτου της Hπείρου. Στα κρίσιμα αυτά χρόνια πίστευε στην αντίσταση κατά της λατινικής κυριαρχίας και στην αποκατάσταση της βυζαντινής αυτοκρατορίας με κέντρο το Δεσποτάτο της Hπείρου. Oι θέσεις του αυτές περιέχονται στα έργα του: την πλούσια αλληλογραφία με το φίλο του Mιχαήλ Xωνιάτη (που ήταν μητροπολίτης Aθηνών) και με άλλους διαπρεπείς άνδρες του τέλους του 12ου αιώνα, μερικά ποιήματα σε ιαμβικό μέτρο και κείμενα επίσημων εγγράφων. Όλα τα έργα του αποτελούν σημαντική πηγή για την ιστορία του κράτους της Hπείρου.

Δημήτριος Xωματιανός


Δημήτριος Xωματιανός σπούδασε δίκαιο στην Kωνσταντινούπολη και υπηρέτησε δύο πατριάρχες ως νοτάριος πριν από το 1204. Mετά τη λατινική κατάκτηση φαίνεται ότι κατέφυγε στη Mακεδονία όπου διορίστηκε χαρτοφύλαξ του αρχιεπισκόπου Aχρίδος Iωάννη Kαματηρού. Eκεί απέκτησε φήμη ως θεολόγος και ειδικός του εκκλησιαστικού δικαίου και το 1217 διορίστηκε αρχιεπίσκοπος Aχρίδος από το Θεόδωρο Δούκα, μετά από σχετική πρόταση του. M' αυτήν την ιδιότητα προέδρευε σε ένα εκκλησιαστικό δικαστήριο το οποίο συγκέντρωνε υποθέσεις από την περιοχή που εκετεινόταν από την Kέρκυρα ως τη Δράμα. O Παδοσλάβος της Σερβίας και ο Θεόδωρος Δούκας ζητούσαν επίσης από το Xωματιανό νομικές γνωμοδοτήσεις. ΄Eτσι σώζεται ένας πολύ μεγάλος αριθμός από επιστολές με τις απαντήσεις του Xωματιανού σε νομοκανονικά ερωτήματα. Tο έργο που μας άφησε ωστόσο δεν είναι μόνο νομικό: περιλαμβάνει αγιολογικά κείμενα, ποιήματα και ερμηνείες της Aγίας Γραφής και του Aριστοτέλη. O Xωματιανός διέθετε και βιβλιοθήκη στην Aχρίδα, που περιλάμβανε, όπως ισχυριζόταν, νομικά συγγράμματα που είχε φέρει από την Kωνσταντινούπολη.

Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων


Γεώργιος Γεμιστός ήταν μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της υστεροβυζαντινής πνευματικής ζωής. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1360 από επιφανή οικογένεια και απέκτησε πολύ καλή γενική και κλασική παιδεία. Το 1380 ταξίδεψε στην Αδριανούπολη που ήταν τότε πρωτεύουσα του οθωμανικού κράτους. Eκεί μαθήτευσε κοντά σε ένα μυστηριώδη Εβραίο, τον Ελισσαίο, που φαίνεται πως ήταν οπαδός του Ζωροαστρισμού και του πολυθεϊσμού. Κοντά του ο Γεμιστός πρέπει να είχε ήδη διαμορφώσει σοβαρές επιφυλάξεις για το πνευματικό και πολιτικό επίπεδο του Βυζαντίου, καθώς και για τη χριστιανική θρησκεία. Έτσι, όταν γύρισε πίσω, πήγε στο Μυστρά όπου δεν είχε να αντιμετωπίσει την απειλή της αυστηρής εκκλησιαστικής εξουσίας όπως στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί άρχισε μια μακρά σταδιοδρομία ως δάσκαλος, δικαστής, φιλόσοφος και συγγραφέας και εξελίχτηκε ως η σημαντικότερη μορφή λογίου στην πόλη. Δίδαξε φιλοσοφία στην αυλή των Δεσποτών του Μυστρά και συνόδευσε τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η' Παλαιολόγο και τον Πατριάρχη Ιωσήφ στη Σύνοδο της Φεράρας-Φλωρεντίας. Στη διάρκεια της παραμονής του στη Φλωρεντία έπεισε τον Cosimo de Medici να ιδρύσει την Πλατωνική Ακαδημία. Ο Γεμιστός ήταν φανατικός οπαδός της πλατωνικής φιλοσοφίας και άλλαξε μάλιστα το όνομά του σε "Πλήθων" ώστε να θυμίζει το "Πλάτων". Στο κλασικό πνεύμα κινείται και το σημαντικό συγγραφικό του έργο που αποτελείται από φιλοσοφικές πραγματείες, υπομνήματα για την πολιτική κατάσταση στο Δεσποτάτο του Μυστρά, έργα αστρολογίας και γεωγραφίας. Μέσα από τα έργα του φαίνεται το πρόσωπο ενός πατριώτη στοχαστή, αλλά ταυτόχρονα και πολιτικού και κοινωνικού μεταρρυθμιστή. Ως οπαδός του πλατωνισμού και της δυτικής σχολαστικής φιλοσοφίας και μέσα στο πνεύμα αναγέννησης και ανθρωπισμού της εποχής, ο Πλήθων υπήρξε επίσης ο πρώτος βυζαντινός φιλόσοφος που τόλμησε να ακήσει κριτική και να αμφισβητήσει συνολικά το χριστιανικό δόγμα. Οι Νόμοι του μάλιστα ρίχτηκαν στην πυρά από τα χέρια του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γεώργιου Σχολάριου Γεννάδιου, ως απαγορευμένο έργο. Όλη του η δραστηριότητα και κυρίως η φιλοσοφική του προσφορά τον καθιέρωσαν ως μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της Αναγέννησης στο Βυζάντιο.

Το Μεγάλο Σχίσμα


Με τον όρο Σχίσμα εννοούμε τη διάσπαση της αδιαίρετης κατά την πρώτη χιλιετία Χριστιανικής Εκκλησίας, που συνέβη συμβατικά το 1054. Το Σχίσμα επηρεάστηκε από πολιτικούς, πολιτιστικούς και οικονομικούς παράγοντες, αλλά η βασική του αιτία δεν ήταν κοσμική, αλλά θεολογική. Οι Χριστιανοί της Ανατολής και της Δύσης διαφωνούσαν για τις Παπικές αξιώσεις και το Filioque.
Πολλούς αιώνες πριν από το Σχίσμα προέκυψαν ορισμένες διαφορές ανάμεσά τους, που σταδιακά τους αποξένωσαν. Αφορούσαν τον τρόπο της εκκλησιαστικής διοίκησης (Συνοδικό σύστημα στην Ανατολή, μονοκρατορία του Πάπα στη Δύση), τον τρόπο ερμηνείας της Παράδοσης (Filioque) και κυρίως τον τρόπο τέλεσης της Λατρείας (Εικονομαχία, διαφορές στη νηστεία και την τέλεση των μυστηρίων, χρήση αγαλμάτων στους ναούς της Δύσης, υποχρεωτική αγαμία για όλο τον κλήρο στη Δύση κ.ά).
Ωστόσο, η επιδείνωση των σχέσεων της Ορθόδοξης Ανατολής και της Λατινική Δύσης επιταχύνθηκε από τις γενικότερες πολιτικές εξελίξεις, που σημειώθηκαν κυρίως τον 8ο αιώνα, αποτέλεσμα των οποίων υπήρξε η ανασύσταση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τους Φράγκους, ως ανταγωνίστριας δύναμης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Ρώμη, που μέχρι τότε ήταν τμήμα του Βυζαντινού Κόσμου, περνούσε προοδευτικά στην επιρροή των Φράγκων, ιδιαίτερα από την εποχή του Καρλομάγνου. Από την περίοδο εκείνη υπήρχαν όλες οι προϋποθέσεις για το λεγόμενο Μεγάλο Σχίσμα και έλλειπαν μόνο οι αφορμές που δεν άργησαν να έλθουν.
Τα δύο μεγάλα «αγκάθια» που οδήγησαν στο Σχίσμα ήταν οι Παπικές Αξιώσεις και το Filioque. Οι Παπικές Αξιώσεις συνοψίζονται στο Πρωτείο του Ποντίφικα, έναντι των άλλων τεσσάρων Πατριαρχών της Ανατολής (Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας Αντιοχείας και Ιεροσολύμων). Στη Δύση υπήρχε μόνο μία μεγάλη επισκοπική έδρα που προέβαλε το προνόμιο της ίδρυσής της από τον Απόστολο Πέτρο. Η Ορθόδοξη Ανατολή δεν αρνείται το Πρωτείο της Εκκλησίας της Ρώμης, αλλά το εντάσσει στο πλαίσιο της Συνοδικότητας.
Η άλλη μεγάλη δυσκολία ήταν το Filioque. H διαμάχη είχε σχέση με τη διατύπωση του Συμβόλου της Πίστεως («Πιστεύω») για το Άγιο Πνεύμα. Το επίμαχο σημείο, όπως διαμορφώθηκε από τις Συνόδους Νικαίας και Κωνσταντινουπόλεως και ισχύει έως σήμερα στην Ορθόδοξη Εκκλησίας, είχε ως εξής: «…και εις το πνεύμα το Άγιον, το Κύριον, το Ζωοποιόν, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, το συν Πατρί και Υιώ συμπροσκυνούμενον…». Η Δυτική Εκκλησία παρενέβαλε μια πρόσθετη φράση «Και εκ του Υιού» (Filioque στα Λατινικά), έτσι ώστε το Σύμβολο της Πίστεως να διαβάζεται στο συγκεκριμένο σημείο: «…και εις το πνεύμα το Άγιον, το Κύριον, το Ζωοποιόν, το εκ του Πατρός και εκ του Υιού εκπορευόμενον, το συν Πατρί και Υιώ συμπροσκυνούμενον …».
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας και ο Πάπας Παύλος ΣΤ ανακάλεσαν τους αφορισμούς το 1965.
Δεν υπάρχει βεβαιότητα για το πότε παρενεβλήθη η προσθήκη, φαίνεται όμως ότι κατάγεται από την Ισπανία και χρησιμοποιήθηκε από τους εκεί Χριστιανούς ως προστασία κατά της αίρεσης του Αρειανισμού. Οι Ορθόδοξοι αποκρούουν την προσθήκη του Filioque για δύο λόγους. Τη θεωρούν θεολογικό λάθος και υποστηρίζουν ότι η όποια αλλαγή στο Σύμβολο της Πίστεως θα πρέπει να γίνει μόνο με τη σύγκληση Οικουμενικής Σύνοδος. Η πρώτη μεγάλη αντιπαράθεση μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας σημειώθηκε το 857 με τη διαμάχη Ιγνατίου και Φωτίου για τον Θρόνο του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης. Στη διαμάχη επενέβη ο Πάπας Νικόλαος Β', ο οποίος έθεσε το θέμα των Πρωτείων του και αξίωσε να έχει λόγο στην εκλογή του Πατριάρχη. Η αντιπαράθεση έληξε το 869 με αμοιβαίες υποχωρήσεις και αφού ο αυτοκράτορας Βασίλειος Α' ο Μακεδών είχε χρίσει Πατριάρχη τον εκλεκτό του Πάπα, Ιγνάτιο, στοχεύοντας στην υποστήριξή του, προκειμένου να κατοχυρώσει τα συμφέροντα του Βυζαντίου στην Ιταλία, που απειλούνταν από τους Φράγκους.
Η νέα διαμάχη, που έφθασε τα πράγματα στα άκρα και τη ρήξη, σημειώθηκε επί πατριαρχίας του Μιχαήλ Κηρουλάριου (1043-1059), ο οποίος θέλησε να αντιμετωπίσει αποφασιστικά την προσπάθεια του Πάπα Λέοντος Θ' (1049-1054) να επιβάλλει εκκλησιαστικές καινοτομίες στις βυζαντινές επαρχίες της Νότιας Ιταλίας. Ο Πάπας, περνώντας στην αντεπίθεση, αμφισβήτησε τον τίτλο του Οικουμενικού Πατριάρχη στον Μιχαήλ και ζήτησε να υπαχθούν στη δικαιοδοσία του οι Εκκλησίες της Βουλγαρίας και της Ιλλυρίας (σημερινής Αλβανίας).
Το επόμενο βήμα ήταν ο αφορισμός του Πατριάρχη από τον Πάπα. Ο απεσταλμένος του Πάπα στην Κωνσταντινούπολη καρδινάλιος Ουμβέρτος επέθεσε επιδεικτικά τη Βούλα Αφορισμού στην Αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας στις 16 Ιουλίου 1054, πριν από την έναρξη της Θείας Λειτουργίας, παρόντων του Αυτοκράτορα και του Πατριάρχη. Αμέσως μετά, ο Ουμβέρτος και η ακολουθία του αναχώρησαν από την Κωνσταντινούπολη με προορισμό τη Ρώμη, έχοντας πληροφορηθεί τον θάνατο του Νικόλαου Β'. Καθώς περνούσαν από τη δυτική πύλη της Βασιλεύουσας, ο καρδινάλιος ακούστηκε να λέει «Ο Θεός ας δει και ας κρίνει». Μάταια ένας διάκονος έτρεξε πίσω του, παρακαλώντας τον να πάρει πίσω το έγγραφο του Αφορισμού. Ο Ουμβέρτος αρνήθηκε και πέταξε το έγγραφο στον δρόμο.
Η αντίδραση του Μιχαήλ ήταν άμεση. Παρά τις επιφυλάξεις του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ' του Μονομάχου, συγκάλεσε την ενδημούσα σύνοδο στις 24 Ιουλίου και ανταφόρισε όσους Παπικούς είχαν συντάξει τον αφορισμό ή συμφωνούσαν με το περιεχόμενό του. Επιπλέον, ζήτησε από τους υπόλοιπους Πατριάρχες να αποδεχθούν την απόφαση αυτή της ενδημούσας Συνόδου. Έτσι, οριστικοποιήθηκε το Μεγάλο Σχίσμα Ανατολικής και Δυτικής Χριστιανοσύνης, το οποίο επισφραγίστηκε με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους (1204).
Μέχρι την Άλωση της Πόλης από τους Οθωμανούς Τούρκους (1453) έγιναν κάποιες προσπάθειες για την επανένωση των Εκκλησιών. Προσέκρουσαν, όμως, στις αξιώσεις του Πάπα και στο ανθενωτικό κλίμα που επικρατούσε στο Βυζάντιο. Οι σημαντικότερες ήταν οι Σύνοδοι της Λυόν (1274) και της Φεράρας - Φλωρεντίας (1438-1445). Το Σχίσμα υφίσταται και σήμερα, παρά το γεγονός ότι στις 7 Δεκεμβρίου του 1965 ο Πάπας Παύλος ΣΤ' και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας ανακάλεσαν τους αφορισμούς του Πάπα Λέοντα Θ' και του Πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριου, με τους οποίους είχε επέλθει η ρήξη του 1054.

Η Ένωση των Εκκλησιών


ι δύο χριστιανικές Εκκλησίες του Μεσαίωνα, αυτή του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους (δηλαδή της βυζαντινής αυτοκρατορίας) και αυτή του δυτικού, είχαν αποξενωθεί για λόγους σχετικούς τόσο με τα δόγματα όσο και με τη διοίκηση των Εκκλησιών ήδη από την εποχή του Σχίσματος, το 1054. Από τότε οι δύο Εκκλησίες ακολουθούσαν διαφορετική πολιτική. Ωστόσο, οι περιστάσεις τα έφεραν έτσι ώστε οι βυζαντινοί αυτοκράτορες να αναγκαστούν να έρθουν σε συμφωνία με τους πάπες της Ρώμης συναινώντας στην Ένωση των δύο Εκκλησιών που πάντα ήθελαν οι δυτικοί με αντάλλαγμα την πολιτική ή κυρίως τη στρατιωτική στήριξη. Δύο τέτοιες απόπειρες έγιναν κατά την Ύστερη Βυζαντινή περίοδο, η πρώτη στη Σύνοδο της Λυών το 1274 και η δεύτερη στη Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας το 1438/39. Αυτές οι πολιτικές προσπάθειες προκάλεσαν ποικίλες αντιδράσεις στο πνευματικό πεδίο, όπως δημοσιεύσεις δοκιμίων, λόγους, συζητήσεις και δημόσιες αντιπαραθέσεις. Tα θέματα ήταν οι συγκλίσεις και οι αποκλίσεις που υπήρχαν μεταξύ των δύο Εκκλησιών (οι ίδιες που είχαν προκαλέσει και το Σχίσμα) και η αναγκαιότητα ή όχι της ένωσής τους. Οι "ενωτικοί" έγραφαν κείμενα πολεμικής ενάντια στους "ανθενωτικούς" και αντίστροφα και κατηγορίες εκτοξεύονταν που αφορούσαν όχι μόνο τις ιδέες των προσώπων αλλά και τα ίδια τα πρόσωπα.

Γεώργιος Aκροπολίτης


Γεώργιος Aκροπολίτης καλύπτει με τη ζωή του το μεγαλύτερο μέρος του 13ου αιώνα. Γεννήθηκε στην Kωνσταντινούπολη το 1217 από πλούσιους γονείς οι οποίοι τον έστειλαν στη Nίκαια για να συνεχίσει τις σπουδές του, όταν στα δεκάξι του τελείωσε το σχολείο. O αυτοκράτορας δέχτηκε τον Aκροπολίτη στην αυλή του και τον παρέδωσε στους λόγιους Θεόδωρο Eξαπτέρυγο και Nικηφόρο Bλεμμύδη για να τον εκπαιδεύσουν. Mε τον καιρό απέκτησε την εμπιστοσύνη του αυτοκράτορα Iωάννη Γ' Bατάτζη ο οποίος τον έκανε γραμματέα του και δάσκαλο του γιου του και διαδόχου στο θρόνο της Nίκαιας, Θεόδωρου B' Δούκα Λάσκαρη. Aργότερα ο Θεόδωρος, ως αυτοκράτορας (1254-58), απένειμε στο δάσκαλό του το αξίωμα του μεγάλου λογοθέτη και τον διόρισε αρχιστράτηγο όλων των στρατιωτικών δυνάμεων της Eυρώπης. Tο 1260 ο Aκροπολίτης στάλθηκε ως πρεσβευτής στην αυλή του βούλγαρου τσάρου από τον αυτοκράτορα Mιχαήλ H' Παλαιολόγο. Συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον ίδιο αυτοκράτορα και μετά την ανακατάληψη της Kωνσταντινούπολης το 1261, ως διπλωμάτης και ως ακαδημαϊκός δάσκαλος. Tα αξιώματα αυτά τον οδήγησαν στη Pώμη και τη Λυών, όπου το 1274 υπέγραψε την Ένωση των Eκκλησιών στο όνομα του Mιχαήλ. Tο 1282 ήταν ο τελευταίος χρόνος της ζωής του: πέθανε ύστερα από ένα ταξίδι στην αυλή του αυτοκράτορα Iωάννη B' της Tραπεζούντας ίσως το μήνα Aύγουστο. Άφησε πίσω του το σπουδαίο ιστορικό έργο Xρονική Συγγραφή που τον έκανε γνωστό ως ιστορικό. Λιγότερο γνωστά είναι δύο έργα του με θεολογικό περιεχόμενο, τα Περί εκπορεύσεως του Aγίου Πνεύματος και Kατά Λατίνων, τα οποία δείχνουν ότι είχε άρτια θεολογική και φιλοσοφική μόρφωση. Θεωρούσε ότι θεολογία και φιλοσοφία δεν έπρεπε να συγχέονται -όπως συνέβαινε συχνά στο Bυζάντιο- γιατί το πρώτο είναι διδασκαλία, ενώ το δεύτερο επιστήμη. Θαύμαζε τον Aριστοτέλη για τη Λογική και τη Φυσική του, ενώ στον Πλάτωνα αναγνώριζε υπεροχή στη "θεολογική σκέψη". ΄Eλεγε μάλιστα ότι τα κείμενα του Πλάτωνα και των νεοπλατωνικών φιλοσόφων τον βοήθησαν να κατανοήσει δύσκολα σημεία από τα γραπτά των Πατέρων της Eκκλησίας.

Άλωση της Κωνσταντινούπολης-29 Μαϊου 1453: Η Πόλις εάλω


Άλωση της Κωνσταντινούπολης-29 Μαϊου 1453: Η Πόλις εάλω
ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ: Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία μόνο κατ’ όνομα υπήρχε τις παραμονές της Άλωσης. Ήταν περιορισμένη, κυρίως, στην περιοχή γύρω από την Κωνσταντινούπολη και σε κάποιες σκόρπιες περιοχές, όπως το Δεσποτάτο του Μυστρά.
Οι θρησκευτικές έριδες, οι εμφύλιες διαμάχες, οι σταυροφορίες, η επικράτηση του φεουδαρχισμού και η εμφάνιση πολλών και επικίνδυνων εχθρών στα σύνορά της είχαν καταστήσει την πάλαι ποτέ Αυτοκρατορία ένα «φάντασμα» του ένδοξου παρελθόντος της.
Το Βυζάντιο σ’ εκείνη την κρίσιμη στιγμή της ιστορίας του με την οθωμανική λαίλαπα προ των πυλών του, δεν μπορούσε να ελπίζει παρά μόνο στη βοήθεια της καθολικής Ευρώπης, η οποία όμως ήταν μισητή στους κατοίκους της Κωνσταντινούλης.
Η ύπαρξη «Ενωτικών» και «Ανθενωτικών» δίχαζε τους Βυζαντινούς. Ωστόσο, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έκανε μία απέλπιδα προσπάθεια, στέλνοντας πρεσβεία στον πάπα Νικόλαο Ε’ για να ζητήσει βοήθεια.
Ο Πάπας έβαλε και πάλι ως όρο την Ένωση των Εκκλησιών, αλλά αποδέχθηκε το αίτημα του αυτοκράτορα να στείλει στην Κωνσταντινούπολη ιερείς, προκειμένου να πείσουν τον λαό για την αναγκαιότητα της Ένωσης.
Οι απεσταλμένοι του Πάπα, καρδινάλιος Ισίδωρος και ο αρχιεπίσκοπος Μυτιλήνης Λεονάρδος, λειτούργησαν στην Αγία Σοφία, προκαλώντας την αντίδραση του κόσμου, που ξεχύθηκε στους δρόμους και γέμισε τις εκκλησίες, όπου λειτουργούσαν οι ανθενωτικοί με επικεφαλής τον μετέπειτα πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο.
Το σύνθημα που κυριαρχούσε ήταν «Την γαρ Λατίνων ούτε βοήθειαν ούτε την ένωσιν χρήζομεν. Απέστω αφ’ ημών η των αζύμων λατρεία».
Το μίσος για τους Λατίνους δεν απέρρεε μόνο από δογματικούς λόγους.
Η λαϊκή ψυχή δεν είχε ξεχάσει τη βαρβαρότητα που επέδειξαν οι Σταυροφόροι στην Πρώτη Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, ενώ αντιδρούσε στην οικονομική διείσδυση της Βενετίας και της Γένουας, που είχε φέρει στα πρόθυρα εξαθλίωσης τους κατοίκους της Αυτοκρατορίας, αλλά και στην καταπίεση των ορθοδόξων στις περιοχές, όπου κυριαρχούσαν οι καθολικοί.
Αντίθετα, οι Οθωμανοί φαίνεται ότι συμπεριφέρονταν καλύτερα προς τους χριστιανούς.
Πολλοί χριστιανοί είχαν υψηλές θέσεις στην οθωμανική διοίκηση, ακόμη και στο στράτευμα, ενώ κυριαρχούσαν στο εμπόριο.
Οι χωρικοί πλήρωναν λιγότερους φόρους και ζούσαν με ασφάλεια.
Έτσι, στην Κωνσταντινούπολη είχε σχηματισθεί μία μερίδα που διέκειτο ευνοϊκά προς τους Οθωμανούς. Την παράταξη αυτή εξέφραζε ο Λουκάς Νοταράς με τη φράση
«Κρειττότερον εστίν ειδέναι εν μέση τη πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν λατινικήν».