Πέμπτη 4 Ιουνίου 2020

Πρός τήν παρακμή (1071-1081) BYZANTIO



Παρόλη τήν οργάνωση του στρατού, τόν πλούτο, τίς τεχνικές γνώσεις, τή θαλάσσια υπεροχή καί τήν έξοχη διπλωματία, ήρθε ο καιρός πού όχι τόσο οι πολυάριθμοι εχθροί από βορρά, ανατολή καί δύση αλλά η εσωτερική διαφθορά καί η απληστία της αριστοκρατίας θά έφερναν τήν ύφεση και στό τέλος τήν καταστροφή του μεσαιωνικού κράτους των Ελλήνων. Οι Βυζαντινοί ήταν καί σέ αριθμό ικανοί νά αναχαιτήσουν τίς εχθρικές ορδές καί είχαν καί τόν τεχνικό εξοπλισμό νά τό καταφέρουν. Ηταν όμως η διαφθορά του παλατιού καί οι ραδιουργίες πού έφεραν τήν καταστροφή, η οποία ξεκίνησε μέ τήν τραγικότερη κατ' εμέ μάχη της Ρωμιοσύνης, η οποία χάθηκε στό Μαντζικέρτ τό έτος 1071.

Οι χρονογράφοι αφηγούνται τις τραγικές λεπτομέρειες της πορείας του αυτοκράτορα Ρωμανού Δ' προς ανατολάς κατά μήκος του μεγάλου βυζαντινού στρατιωτικού δρόμου. Ο Ρωμανός ο Διογένης ήταν ο μόνος πού κατάλαβε τόν κίνδυνο πού εγκυμονούσε η εμφάνιση των Σελτζούκων στά ανατολικά σύνορα. Αλλά βιάστηκε νά τούς αντιμετωπίσει πρίν απαλλαχθεί από τούς εσωτερικούς εχθρούς, πού είναι πάντα οι πιό επικίνδυνοι. Δέν ακολούθησε το παράδειγμα του Βασιλείου του Β', ο οποίος αντιμετώπισε τήν βουλγαρική απειλή, αφού είχε εξοντώσει τούς δυνατούς γαιοκτήμονες. Η πρόθεση του Καππαδόκη αυτοκράτορα ήταν να καταλάβει τα αρμενικά φρούρια πριν ο τουρκικός στρατός φθάσει από τον νότο όπου βρισκόταν. Ο Σελτζούκος σουλτάνος Alp Arslan βρισκόταν στη Συρία, κοντά στο Χαλέπι, όταν άκουσε για την βυζαντινή προέλαση. Κατάλαβε πόσο ζωτική ήταν η πρόκληση και μετά από μία ξέφρενη πορεία έσπευσε προς βορρά να συναντήσει τον αυτοκράτορα. Ο Ρωμανός μπήκε στην Αρμενία συνοδευόμενος από τό τεράστιο στράτευμά του. Κοντά στο Manzikert μοίρασε τις δυνάμεις του. Ο ίδιος προχώρησε προς το Manzikert ενώ έστειλε τους Φράγκους και τους Κουμάνους μισθοφόρους να καταλάβουν το φρούριο του Ακχλάτ στις όχθες της λίμνης Βαν. Στο Manzikert πήρε την είδηση ότι ο Alp Arslan πλησίαζε και έστρεψε προς τα νοτιο-δυτικά για να συγκεντρώσει τον στρατό πριν πέσουν απάνω του οι Τούρκοι. Οι Φράγκοι μισθοφόροι του όμως τόν εγκατέλειψαν χωρίς νά τό γνωρίζει, ενώ η οπισθοφυλακή τήν οποία τήν διοικούσε ο πολιτικός του αντίπαλος Ανδρόνικος Δούκας, παρέμεινε καθηλωμένη, Romanos Diogenes χωρίς πρόθεση νά συνδράμει τόν αυτοκράτορα. Ο ίδιος ο Ρωμανός προέλασε μέ τήν εμπροσθοφυλακή του καί κυνήγησε τούς αντιπάλους του. Ο Αρσλάν, βλέποντας ότι ο Ρωμανός είχε αποκοπεί από τίς υπόλοιπες δυνάμεις του, διέταξε τούς ιππείς του νά αντεπιτεθούν. Το βράδυ ο Βυζαντινός στρατός είχε καταστραφεί και ο Ρωμανός ήταν τραυματισμένος και αιχμάλωτος. Ηταν η αρχή του τέλους.

Οι Τουρκικές εισβολές στη Μικρά Ασία συνεχίστηκαν ανενόχλητα. Ο διάδοχος του Αλπ Αρσλάν, Σουλεϊμάν ήθελε να ιδρύσει ένα σουλτανάτο στήν εύφορη Μικρά Ασία. Νομάδες Τουρκομάνων μετανάστευαν ολοένα και πιό δυτικά. Ηταν ελαφρά οπλισμένοι, αλλά άριστοι τοξότες καί ικανότατοι ιππείς. Οι χριστιανοί έφευγαν μπροστά τους αφήνοντας πίσω τα χωριά τους για να τα κάψουν οι εισβολείς και τα κοπάδια και τις αγέλες των για να τις αρπάξουν. Οι Τουρκομάνοι απέφευγαν τις πόλεις, αλλά η παρουσία των και οι καταστροφές που προκαλούσαν διέκοψαν τις συγκοινωνίες σέ ολόκληρη τη χώρα και ανάγκασαν τους επαρχιακούς κυβερνήτες νά απομονωθούν. Η αυτοκρατορική κυβέρνηση έχασε κάθε έλεγχο καί δυστυχώς οι διάδοχοι του Ρωμανού ήταν ανάξιοι νά ανταπεξέλθουν στήν κρίση.

Τό 1071 χάθηκε καί από τούς Νορμανδούς, η Βάρη (Bari), στερώντας τήν Αυτοκρατορία από τίς ελληνικότατες επαρχίες της Καλαβρίας καί της Απουλίας της Νότιας Ιταλίας. Ο Μιχαήλ Ζ' Δούκας ο Παραπινάκιος (1071-1078), καθοδηγούμενος από τόν Μιχαήλ Ψελλό, τόν καίσαρα Ιωάννη Δούκα καί τόν λογοθέτη Νικηφορίτζη δέν οργάνωσε τήν άμυνα όπως θά έπρεπε. Αντί νά στρατολογήσει από τούς ντόπιους πληθυσμούς μαχητές, παρέχοντάς τους αγροκτήματα, μέτρο πού είχε δοκιμαστεί πάντοτε μέ επιτυχία, εμπιστεύτηκε τή μοίρα του Βυζαντινού κράτους σέ τυχοδιώκτες μισθοφόρους υπο τίς διαταγές του Ουρσέλιου (Roussel), ο οποίος μάλιστα είχε προηγούμενα προδώσει τόν Ρωμανό. Ο Ρουσέλιος προτίμησε νά λεηλατήσει τίς βυζαντινές επαρχίες οι οποίες υπέφεραν τά πάνδεινα καί από τούς Τούρκους εισβολείς. Ετσι άρχισε η πρώτη έξοδος των Ελλήνων από τή Μικρά Ασία, οι οποίοι συνέρρεαν κατά χιλιάδες στίς μεγάλες πόλεις καί στή "Θεοφύλακτη" Κωνσταντίνου Πόλη γιά νά σωθούν. Σύμφωνα μέ τόν Σκυλίτση ο Μιχαήλ Ζ' ήταν: «πρός άπαν έργον αδέξιος καί άπρακτος».

Αυτή η αποδιοργάνωση έφερε, τό 1078, τήν πτώση του Μιχαήλ του Ζ', από τόν στασιαστή Νικηφόρο Βοτανειάτη, διοικητή του μεγάλου θέματος των Ανατολικών. Ο Βοτανειάτης για να εξασφαλίσει τη στρατιωτική δύναμη που χρειαζόταν στρατολόγησε μεγάλο αριθμό Τούρκων υπό τις σημαίες του και τους χρησιμοποίησε για φρουρές στις πόλεις που κατελάμβανε πηγαίνοντας προς την πρωτεύουσα: τήν Κύζικο, τή Νίκαια, τή Νικομήδεια, τή Χαλκηδόνα και τή Χρυσούπολη. Για πρώτη φορά τουρκικές ορδές βρέθηκαν μέσα στις μεγάλες πόλεις της δυτικής Ανατολίας. Οι άρχοντες καί ο λαός μέ χαρά τόν ανεκήρυξαν αυτοκράτορα στήν Αγία Σοφία, ελπίζοντας ότι θά φανεί αντάξιος των προσδοκιών τους. Ο ανάξιος προκάτοχος μετά της συζύγου του έλαβε τό μοναχικόν σχήμα. Μάταια όμως. Η βασιλεία του υπέργηρου Νικηφόρου Γ' ήταν επίσης περίοδος παρακμής καί συνοδεύτηκε από σπατάλες, απονομή τίτλων σέ αριστοκράτες, παραγραφή χρεών πρός το Δημόσιο καί δωρεές σέ μοναστήρια. Νέες στάσεις από τίς οικογένειες των Μελισσηνών καί των Παλαιολόγων οδήγησαν στήν πτώση του Βοτανειάτη καί στήν ανακήρυξη καί στέψη του Αλέξιου Κομνηνού, γενναίου στρατιώτη ο οποίος είχε διακριθεί σέ μάχες των αυτοκρατορικών στρατευμάτων. Μάλιστα μεταξύ των συντρόφων του Αλέξιου πού τόν βοήθησαν στήν ανάρρησι της εξουσίας ήταν οι Ουμβερτόπουλος καί Λογγιβαρδόπουλος καί οι οποίοι σύμφωνα μέ τόν Παπαρρηγόπουλο, ήταν οι πρώτοι -όπουλοι, οι οποίοι αναφέρονται στήν ελληνική ιστορία.

Ο Αλέξιος Κομνηνός επρόκειτο να βασιλεύσει επί τριάκοντα επτά έτη και νά αποδειχθεί ο μεγαλύτερος πολιτικός της εποχής του. Αλλά το έτος 1081 φαινόταν βέβαιο ότι ούτε αυτός ούτε η αυτοκρατορία θα επιζούσαν. Ήταν νέος, αλλά είχε πολυετή πείρα ως στρατηγός του οποίου οι επιτυχίες οφείλονταν στην εξυπνάδα του και στην διπλωματία του. Η οικογένειά του με τους δεσμούς της που απλώνονταν μέσα στη βυζαντινή αριστοκρατία, τον βοήθησε χωρίς καμιά αμφιβολία, να καταλάβει την εξουσία και είχε ενισχύσει τη θέση του με τον γάμο του, με μια κυρία από την οικογένεια Δούκα. Χρήματα δέν υπήρχαν στο δημόσιο ταμείο. Οι τελευταίοι αυτοκράτορες υπήρξαν σπάταλοι, η απώλεια της Ανατολίας και της Κάτω Ιταλίας είχαν μειώσει τραγικά τους πόρους, το παλιό σύστημα της συλλογής των φόρων είχε καταρρεύσει. Η Αννα Κομνηνή κατηγορεί τό Νικηφόρο Βοτανειάτη ως εξής: «Τό δέ άτερ χρημάτων ουκ ενήν. Τά δέ ου παρήν των βασιλικών ταμιείων επί μηδενί δέοντι κενωθέντων υπό του προβεβασιλευκότος Νικηφόρου του Βοτανειάτου...» .

Ο Αλέξιος φορολογώντας τους υπηκόους του ως το έσχατο όριο, παίρνοντας δάνεια δια της βίας και δημεύοντας περιουσίες από μεγιστάνες κι από την Εκκλησία, τιμωρώντας μάλλον με πρόστιμα παρά με φυλάκιση, πουλώντας προνόμια και αυξάνοντας τις βιομηχανίες του παλατιού, κατόρθωσε να ξοδεύει για μια μεγάλη διοικητική οργάνωση και για την ανασυγκρότηση του στρατού και του ναυτικού και συγχρόνως να διατηρεί μια πολυτελή αυλή και να δίνει πλούσια δώρα σε πιστούς υπηκόους και σε απεσταλμένους και ηγεμόνες που έρχονταν να τον επισκεφθούν. Γιατί είχε αντιληφθεί ότι στην Ανατολή, το γόητρο στηριζόταν αποκλειστικά στη λαμπρότητα και στην γενναιοδωρία. Η φιλαργυρία είναι ασυγχώρητο αμάρτημα. Αλλά ο Αλέξιος υπέπεσε σε δυο μεγάλα σφάλματα: ως αντάλλαγμα για άμεση ναυτική βοήθεια, παρεχώρησε εμπορικά προνόμια σε Ιταλούς εμπόρους εις βάρος των υπηκόων του και σε μια κρίσιμη στιγμή, Αλέξιος Κομνηνός - βυζαντινό νόμισμα υποτίμησε το αυτοκρατορικό υπέρπυρο που επί επτά αιώνες ήταν τό μόνο σταθερό νόμισμα σέ έναν χαώδη κόσμο.

Στα εξωτερικά ζητήματα η κατάσταση ήταν ακόμα πιο απελπιστική, καθώς από όλες τις πλευρές εχθροί είχαν εισδύσει μέσα στην αυτοκρατορία. Στην Ευρώπη, ο αυτοκράτωρ διατηρούσε μια ασταθή κατοχή επάνω στη Βαλκανική χερσόνησο. Η τουρκική φυλή των Πετσενέγων, περιφερόμενη πέρα από τον Δούναβη, περνούσε συνεχώς τον ποταμό για να κάνει επιδρομές. Και στη Δύση, ο Ροβέρτος Γισκάρδος (Robert Guiscard) και οι Νορμανδοί είχαν κυριεύσει την Αυλώνα και πολιορκούσαν το Δυρράχιο τό οποίο βρισκόταν υπό τήν διοίκηση του Γεωργίου Παλαιολόγου. Στην Ασία, ελάχιστα είχαν απομείνει στο Βυζάντιο εκτός από τις ακτές του Ευξείνου Πόντου, μερικές μεμονωμένες πόλεις στη νότια ακτή και η μεγάλη οχυρωμένη μητρόπολη, η Αντιόχεια, αλλά οι συγκοινωνίες με αυτές τις πόλεις ήσαν αβέβαιες και σπάνιες. Πολλές πόλεις στο εσωτερικό ήσαν ακόμα υπο βυζαντινή διοίκηση, αλλά οι κυβερνήτες των είχαν τελείως αποκοπεί από την κεντρική κυβέρνηση. Ο όγκος της χώρας βρισκόταν στα χέρια του Σελτζούκου σουλτάνου Σουλεϊμάν, ο οποίος κυβερνούσε από τη Νίκαια περιοχές που εκτείνονταν από το Βόσπορο ως τα σύνορα της Συρίας, αλλά το κράτος του δεν είχε οργανωμένη διοίκηση ούτε καθορισμένα σύνορα. Αλλες πόλεις βρίσκονταν στην εξουσία μικρότερων Τούρκων φυλάρχων όπως η Καισάρεια, η Σεβάστεια και η Αμάσεια, ενώ ο πιο επικίνδυνος από όλους, ο τυχοδιώκτης Τσάκα, είχε καταλάβει τη Σμύρνη.
Πολλοί Ελληνες ασπάσθηκαν τον ισλαμισμό και βαθμηδόν συγχωνεύθηκαν στην τουρκική φυλή. Αυτό άλλωστε εξηγεί τό γεγονός ότι οι σύγχρονοι Τούρκοι έχουν χάσει τά μογγολικά χαρακτηριστικά τους όπως ήταν τά σχιστά μάτια καί δέν ξεχωρίζουν πλέον από τούς σύγχρονους Ευρωπαίους. Ο ιστορικός Ατταλειάτης μάλιστα τότε, αποκαλούσε τούς Τούρκους εισβολείς, σαυρομάτηδες. Αλλά η πλειονότητα του Ελληνικού πληθυσμού τράβηξε όπως μπορούσε στις ακτές του Εύξεινου Πόντου και του Αιγαίου. Η φυγή των Αρμενίων είχε διαφορετική κατεύθυνση. Οι διάφοροι Αρμένιοι ηγεμόνες όταν είχαν χάσει τα εδάφη τους από τους Βυζαντινούς, είχαν πάρει ως αντάλλαγμα από τους ίδιους κτήματα στην Καππαδοκία, ειδικότερα προς το νότο, προς την οροσειρά του Ταύρου. Πολλοί από τους κολίγους των τους είχαν ακολουθήσει και όταν οι σελτζουκικές εισβολές άρχισαν στα σοβαρά, ένα συνεχές ρεύμα από Αρμένιους εγκατέλειπαν τις κατοικίες τους για να εγκατασταθούν στις νέες αυτές αποικίες, ώσπου σχεδόν ο μισός πληθυσμός της Αρμενίας βρισκόταν σε κίνηση προς τα νότιο-δυτικά. Η τουρκική διείσδυση στην Καππαδοκία τους απώθησε πιο πέρα προς τα βουνά του Ταύρου και του Αντιταύρου και απλώθηκαν στην κοιλάδα του Μέσου Ευφράτη όπου οι Τούρκοι δεν είχαν έρθει ακόμα. Οι περιοχές τις οποίες είχαν εγκαταλείψει, γέμισαν όχι από Τούρκους, αλλά από μωαμεθανούς Κούρδους από τα βουνά της Ασσυρίας και του βόρειο-δυτικού Ιράν.

Ο Κομνηνός, όταν ανέβηκε στο θρόνο ήταν υποχρεωμένος νά αποφασίσει εναντίον ποίου από τους εχθρούς του έπρεπε να εκστρατεύσει πρώτα. Υπολογίζοντας ότι οι Τούρκοι θα μπορούσαν νά απωθηθούν μόνο με μια μακρά και συνεχή εκστρατεία για την οποία δεν ήταν ακόμα έτοιμος και ότι στο μεταξύ ήταν πιθανό να φιλονικήσουν μεταξύ τους, θεώρησε πιο επείγον νά αποκρούσει τη νορμανδική επίθεση. Αυτό χρειάστηκε πολύ περισσότερο χρόνο παρ' ότι είχε νομίσει. Το καλοκαίρι του 1081, ο Ροβέρτος Γυισκάρδος (Robert Guiscard), συνοδευόμενος από την αμαζόνα σύζυγό του, Σιγκελγκάιτα του Salerno, και τον πρεσβύτερο γιο του, Βοημούνδο (Bohemund), πολιόρκησε το Δυρράχιο. Τον Οκτώβριο, ο Αλέξιος, με έναν στρατό του οποίου το κύριο σώμα ήταν η Αγγλο-σαξονική φρουρά των Βαράγγων, προχώρησε νά απαλλάξει το φρούριο. Αλλά εκεί, ο Αλέξιος υπέστη αποφασιστική ήττα τήν οποία περιγράφει ο Παπαρρηγόπουλος:
«Συμβιβασθείς προχείρως πρός τούς Τούρκους καί συγκεντρώσας εις Κωνσταντινούπολιν άπαντα τα διαθέσιμα τάγματα της Ασίας, εξεστράτευσε εκ της πρωτευούσης περί τά τέλη Αυγούστου, μετά του γαμβρού αυτού Νικηφόρου Μελισσηνού. Της αυτοκρατορικής φρουράς ήρχεν ο Κωνσταντίνος Ωπος, των Μακεδόνων ο Αντίοχος, των Θετταλών ο Αλέξανδρος Καβάσιλας....

Μεσούντος του Οκτωβρίου επλησίασε εις τό Δυρράχιον, εστρατοπέδευσε επί λόφου εν διαστήματι τεσσάρων σταδίων από του φρουρίου, έχον αριστερόθεν μέν τήν θάλασσαν, δεξιόθεν δέ όρος υψηλόν. Ο συνετός του Δυρραχίου πρόμαχος Γεώργιος Παλαιολόγος πρότεινε νά αποκλεισθή πανταχόθεν ο Ροβέρτος, νά στεναχωρηθή δι'αδιαλείπτων ακροβολισμών, νά στερηθή των αναγκαίων τροφών καί ούτω νά βιασθή νά παραδώση τά όπλα. Τωόντι ο στρατός του Αλεξίου ήτο πολυαριθμότερος του εχθρικού περί τούς 70000 άνδρας, ενώ οι περί τόν Ροβέρτον δέν ήσαν πλειότεροι των 30000, αλλά εκ του συστάδην αγώνα οι τελευταίοι ούτοι ήσαν ασυγκρίτως επιτηδειότεροι....

Αλλά ο αυτοκράτωρ παρήκουσε τή φωνή της συνέσεως. Τό επιτελείον υπο του οποίου περιεστοιχίζετο, οι Δούκαι, οι Συναδηνοί, οι υιοί του Ρωμανού, νεανίαι φιλότιμοι καί φιλοκίνδυνοι, ηγανάκτησαν ακούσαντες τήν γνώμην της αφανούς του πολέμου διεξαγωγής, όθεν απεφασίσθη ο εκ του συστάδην αγών....

Ο αγών ούτος συνεκροτήθη παρά τήν παραλίαν αυτήν τήν περι τό Δυρράχιον τη 18η Οκτωβρίου 1081. Εν τοις πρώτοις έπεσεν ο γηραιός Νικηφόρος Παλαιολόγος. Αλλά καί άπαντες οι νεανίαι εκείνοι, οίτινες είχον παρασύρει τόν Αλέξιον έπεσον εκθύμως υπέρ του βασιλέως, υπέρ της τιμής του κράτους καί υπέρ της δόξης του ελληνικού ονόματος πολεμούντες. Ο Αλέξιος ερριψοκινδύνευσε ως ο έσχατος των στρατιωτών. Εκ των πολεμίων διέπρεψαν άπαντες οι Νορμαννοί ιππόται επί ανδρεία.»
Το Δυρράχιο κράτησε όλον τον χειμώνα αλλά έπεσε τον Φεβρουάριο του 1082 και έτσι επέτρεψε στον Γυισκάρδο να βαδίσει την άνοιξη κατά μήκος του μεγάλου δρόμου, της Εγνατίας οδού, προς την Κωνσταντινούπολη. Ο γιός του Βοημούνδος κατέκτησε τά Σκόπια, τα Μογλενά, τις Άσπρες Εκκλησιές, τήν Καστοριά, τά Ιωάννινα, τήν Αρτα αλλά απέτυχε στήν Λάρισα, καθώς ο Στρατηγός Λέων Κεφαλάς αντέταξε ηρωική αντίσταση. Εξεγέρσεις όμως υποκινηθείσες από τόν Βυζαντινό αυτοκράτορα στήν Κάτω Ιταλία, απαίτησαν σύντομα την επάνοδό του Νορμανδού βασιλιά εκεί. Ο πόλεμος τελείωσε μόνον όταν ο Ροβέρτος Γισκάρδος πέθανε στην Κεφαλληνία τό 1085. Τό Φισκάρδο μάλιστα πήρε τό όνομά του γενναίου αυτού Νορμανδού κατακτητή.

Η εξουσία του αυτοκράτορα αποκαταστάθηκε επί τέλους στις ευρωπαϊκές επαρχίες, αλλά κατά την διάρκεια των τεσσάρων αυτών ετών οι ανατολικές επαρχίες είχαν χαθεί. Ηδη η Ιερουσαλήμ, η Δαμασκός καί ολόκληρη η Παλαιστίνη βρισκόταν στά χέρια του Τουρκομάνου Ατσίζ Ibn Αμπάκ, ενώ στις αρχές του 1085 η Αντιόχεια παραδόθηκε με προδοσία στον σουλτάνο Σουλεϊμάν μαζί με τις πόλεις της Κιλικίας. Τα ιερά εδάφη των χριστιανών καί κυρίως ο τόπος γεννήσεως του Ιησού ήταν πλέον υπό μωαμεθανικό έλεγχο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου