Πέμπτη 4 Ιουνίου 2020

ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΒΥΖΑΝΤΙΟ Βυζαντινή Αυτοκρατορία - Γενική εικόνα




O Βασίλειος Β' ο Μακεδών, άφησε στούς απογόνους του μία κληρονομιά, αντάξια του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ηταν η επονομαζόμενη τότε Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, γνωστότερη τώρα ως Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ηταν τό μεγαλύτερο κράτος του τότε γνωστού κόσμου καί οι επαρχίες της εκτείνονταν από τήν Καππαδοκία καί τον Πόντο, μέχρι τή Σικελία καί τήν Απουλία καί από τήν Κύπρο καί τήν Κρήτη μέχρι τή Μακεδονία καί τήν Κριμαία.

Byzantine Empire

Σαν αυτοκρατορία δέν ήταν δυνατόν νά αποτελείται αμιγώς από μία εθνότητα, αλλά επειδή βρίσκονταν σέ περιοχές ελληνικές από αρχαιοτάτων χρόνων, οι κάτοικοί της ήταν κυρίως Έλληνες (Ρωμιοί). Ακολουθούσαν οι Αρμένιοι, οι Γεωργιανοί (Ιβηρες), οι Σύριοι, οι Σλάβοι, οι Αλβανοί, οι Ορθόδοξοι Αραβες κ.ά.. Οι ίδιοι αποκαλούσαν τούς εαυτούς τους "Ρωμαίους", γιά νά κρατήσουν τήν αίγλη καί τή δόξα πού τούς είχε κληρονομήσει η περίφημη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ομοίως ο Γερμανός αυτοκράτωρ Όθων ο Α', όταν δημιούργησε τό κράτος του, τό ονόμασε "Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία", γιατί Ρωμαίος αυτοκράτορας, σήμαινε θέση ανώτερη από τούς υπόλοιπους Φράγκους βασιλείς. Οι Φράγκοι όμως, τούς Βυζαντινούς τούς αποκαλούσαν "Γραικούς", (Graeci) όπως επί παραδείγματι, τούς αποκάλεσε καί ο Λιουτπράνδος, επίσκοπος Κρεμώνας, ο οποίος είχε επισκεφθεί τό Νικηφόρο Φωκά, τό 968. Εξ ού καί σήμερα άπαντες οι λαοί της υφηλίου μάς αποκαλούν Γραικούς (Greek, Griechen, Grec, Greco κ.τ.λ) μέ εξαίρεση τούς Τούρκους πού μας αποκαλούν Ιωνες (Yunan). Οι Τούρκοι ανέκαθεν μας αποκαλούσαν Ρωμηούς (Rum), αλλά γιά νά καταδείξουν ότι η σύγχρονη Ελλάδα δέν έχει σχέση μέ τό κατακτηθέν από αυτούς Βυζάντιο, τήν αποκαλούν Yunanistan.

(Σήμερα, ο μόνος λαός πού έχει αυτοκαταστροφικές διαθέσεις, καθοδηγούμενος από τούς διαμορφωτές της συνείδησής του, αμφισβητεί τήν ελληνικότητα του Βυζαντίου, μόνο καί μόνο επειδή οι πρόγονοί του απαξίωναν τόν όρο "Ελλην", αφού τόν θεωρούσαν αντίστοιχο του όρου "ειδωλολάτρης". Ξεχνούν βέβαια οι διαμορφωτές του εγκεφάλου μας, ότι καί καθόλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας καί αργότερα, οι προγόνοι μας, αποκαλούσαν τούς εαυτούς τους μέ τόν όρο "Ρωμηός", καί όσοι δέν το γνωρίζουν ας διαβάσουν τόν περίφημο Κωνσταντίνο Σάθα πού έχει αποκρυπτογραφήσει δεκάδες κείμενα εκείνης της εποχής. Η καθοδήγηση αυτή βέβαια υπαγορεύεται από τήν Τουρκία πού δημιούργησε τό κράτος της στά κόκκαλα των γηγενών πληθυσμών καί στίς στάχτες των ορθόδοξων εκκλησιών. Και αυτό γίνεται γιά νά μην έχουμε τό ηθικό δικαίωμα να θυμόμαστε τά χώματα του Πόντου καί της Μικράς Ασίας αφού ...δέν ήταν ελληνικά. Αντίστοιχη προσπάθεια γίνεται πάλι μέ την εντολή της Τουρκίας καί τήν εργολαβία τήν έχουν αναλάβει πάλι τά κόμματα καί οι εφημερίδες, μέ τούς Μακεδόνες προγόνους μας, οι οποίοι πάλι δέν ήταν Ελληνες καί άρα ...η Μακεδονία είναι σλαβική καί άρα η ελληνιστική εποχή είναι μύθος. Οπότε χίλια χρόνια Βυζαντίου καί πεντακόσια χρόνια ελληνιστικής εποχής τά πετάμε στά σκουπίδια καί άρα δέν έχουμε καμμία σχέση μέ τούς αρχαίους Ελληνες. Οπότε σάν λαός πού ξεφύτρωσε από τό πουθενά δέν έχει το δικαίωμα ούτε νά μιλάει γιά τή Μικρά Ασία καί τά μνημεία της, ούτε γιά τή Μακεδονία, ούτε γιά τή Θράκη, ούτε γιά τήν Κύπρο η οποία νομίμως σύμφωνα μέ τούς υποστηρικτές του σχεδίου Αννάν κατέχεται από τούς κουμπάρους μας, ούτε ακόμα γιά τό Αιγαίο τό οποίο σύμφωνα μέ τή γνώμη των στρατηγών ανήκει στο νόμιμο ιδιοκτήτη του πού είναι η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αραγε στήν Τουρκία υπάρχει καμμία φωνή πού νά λέει ότι η πολυπολιτισμική Οθωμανική Αυτοκρατορία δέν ήταν τουρκική;)
Οπότε θά παραθέσουμε κάποιες απόψεις οι οποίες βεβαιώνουν ότι οι Βυζαντινοί είναι τά παιδιά των Αρχαίων Ελλήνων καί απλά έκαναν τό "λάθος" καί άλλαξαν τή θρησκεία τους, έκαναν ακόμα ένα "λάθος" καί ονόμαζαν τούς εαυτούς τους "Ρωμηούς" καί έκαναν καί ακόμα ένα "λάθος" καί δημιούργησαν ένα πανίσχυρο κράτος, τό οποίο δέν πρέπει νά το θεωρούμε σαν πρότυπό μας, διότι οι πολιτικοί μας, χρόνια τώρα, προσπαθούν τό δικό μας κράτος νά τό διατηρούν μικρό καί ταπεινό.

Ο M. Jones λοιπόν στο έργο του: «The Greek city from Alexander to Justinian» γράφει: «Το 395, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διηρέθη και τυπικώς σε Δυτικό και Ανατολικό τμήμα. Οι Ρωμαίοι είχαν εποικίσει πολλές επαρχίες του Ανατολικού τμήματος, και είχαν δημιουργήσει civitates ή coloniae ή municipia, αλλά δεν είχαν κατορθώσει να εκτοπίσουν τους Έλληνες. Έτσι και μετά τον τυπικό διαχωρισμό, οι Έλληνες επικρατούσαν στις περισσότερες επαρχίες του Ανατολικού τμήματος, ιδιαιτέρως στις περιοχές που ωμιλείτο η Ελληνική γλώσσα και ίσχυεν η Ελληνική Παιδεία. Αντιθέτως, το Ρωμαϊκό στοιχείο εξηφανίσθη από τις επαρχίες αυτές, συνεπεία της πολιτιστικής υπεροχής των Ελλήνων.»



Αρχαίοι Ρωμαίοι λοιπόν δέν έκαναν εθνοκάθαρση όπως θά έκαναν οι Οθωμανοί αργότερα καί θά την ολοκλήρωνε μέχρι τέλους ο Κεμάλ μέ τούς Νεότουρκους. Σαν συνέπεια, η μεγάλη κοσμοπολίτικη Ελλάς των Ελληνιστικών Βασιλείων της Ασίας και της Αφρικής, συνέχισε την ζωή της στο Βυζάντιο. Ετσι και ο OSTROGORSKY συμφωνεί: «Είχε διαφυλάξει την αρχαία Ελληνική κληρονομιά και αποτελούσε την πηγή, που θα μπορούσε να ικανοποιήσει την δίψα του δυτικού κόσμου για τον Ελληνικό πολιτισμό, στα χρόνια της Αναγεννήσεως. Ο βυζαντινός κόσμος όχι μόνο προήλθε από τον ελληνιστικό, αλλά συνδεόταν μαζί του και με μια εσωτερική συγγένεια. Όπως στον ελληνιστικό έτσι και στο βυζαντινό κόσμο, τα διάφορα στοιχεία συνδέονται και εναρμονίζονται μεταξύ τους σε ένα κοινό πολιτιστικό σύνολο. Και οι δύο αυτοί κόσμοι αντλούν από την κληρονομιά μεγαλύτερων και δημιουργικότερων πολιτισμών, και η ιστορική τους προσφορά δεν συνίσταται στη δική τους δημιουργικότητα, όσο στη σύνθεση. Το Βυζάντιο προσέφερε μια μεγάλη και ιστορική υπηρεσία με το να διατηρήσει με αγάπη τα αρχαία πολιτιστικά αγαθά, να καλλιεργήσει το ρωμαϊκό δίκαιο και την ελληνική παιδεία. Τα δύο μεγάλα μεγέθη και συνάμα οι δύο αντίποδες της αρχαιότητας, η Ελλάδα και η Ρώμη, αναπτύσσονται μαζί πάνω στο βυζαντινό έδαφος. Τα μεγαλύτερα επιτεύγματά τους, το ρωμαϊκό κρατικό σύστημα και ο ελληνικός πολιτισμός, ενώνονται σε μια νέα μορφή και συνδέονται άρρηκτα με το χριστιανισμό, τον οποίο παλαιότερα τόσο το κράτος όσο και οι πολιτιστικοί φορείς τον έβλεπαν ως τον μεγάλο εχθρό τους. Το χριστιανικό Βυζάντιο δεν αποστρέφεται ούτε την εθνική τέχνη ούτε την εθνική σοφία. Όπως το ρωμαϊκό δίκαιο Βυζαντινό κύπελλο παρέμεινε πάντοτε η βάση του νομικού συστήματος και της νομικής συνειδήσεως των Βυζαντινών, έτσι και ο ελληνικός πολιτισμός παρέμεινε πάντοτε το θεμέλιο της πνευματικής τους ζωής. Η ελληνική επιστήμη και φιλοσοφία, η ελληνική ιστοριογραφία και ποίηση αποτελούν το μορφωτικό αγαθό και των πιο ευσεβών Βυζαντινών. Ακόμη και η Βυζαντινή Εκκλησία οικειοποιήθηκε την πνευματική κληρονομιά της αρχαίας φιλοσοφίας και χρησιμοποίησε την ορολογία της για τη διαμόρφωση της χριστιανικής δογματικής διδασκαλίας.»

Ο συγγραφέας καί ιστορικός Ράνσιμαν γράφει: «Ο Κωνσταντίνος γέμισε τους δρόμους, τις πλατείες και τα μουσεία της νέας πρωτεύουσας με αρχαίους Ελληνικούς καλλιτεχνικούς θησαυρούς για να δώσει έμφαση στον Ελληνισμό του. Οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης που κυκλοφορούσαν κάθε μέρα μέσα στην πόλη δεν θα ήταν δυνατόν να ξεχάσουν ποτέ την δόξα της Ελληνικής τους κληρονομιάς.»

Ο μαρξιστής βυζαντινολόγος Νίκος Σβορώνος θεωρεί ότι: «Από τόν 11ο αιώνα οι νέες συνθήκες πού θά επικρατήσουν στήν Αυτοκρατορία (σμίκρυνσή της, έντονη ιδεολογική σύγκρουση μέ τόν δυτικό χριστιανισμό, πολεμική αναμέτρηση μέ τούς Σταυροφόρους, ίδρυση από Σέρβους καί Αρμενίους ανεξαρτήτων κρατών) θά αφυπνίσουν τήν ελληνική εθνότητα, θά τή βοηθήσουν νά αποκτήσει συνείδηση του εαυτού της καί αφού ανασυνδεθεί μέ τήν ελληνική αρχαιότητα, νά αναπτύξει ΠΛΗΡΗ ΕΘΝΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ.»

Ο H.G. Wells στην «Παγκόσμια Ιστορία» του αποκαλεί το Βυζάντιο «Νέο Ελληνικόν κράτος». Γράφει σχετικώς: «Περί του Βυζαντινού κράτους ομιλούν γενικώς, ως εάν επρόκειτο περί συνεχίσεως της ρωμαϊκής παραδόσεως, ενώ εις την πραγματικότητα τούτο ήτο ανανανέωσις της παραδόσεως του Αλεξάνδρου. Το ανατολικόν κράτος, αφ΄ότου εχωρίσθη από το δυτικόν, ωμιλούσε την ελληνικήν και αποτελούσε την συνέχεια της ελληνικής παραδόσεως αν και όχι εντελώς αγνής. Πάντως το κράτος αυτό ήτο ελληνικόν και όχι λατινικόν.»

Ο καθηγητής Παναγιώτης Χρήστου γράφει: «Η επανεμφάνισις του ονόματος Έλλην με την εθνική σημασία έγινε όταν είχε λησμονηθεί πλέον η ύπαρξις των ειδωλολατρών και η χρήσις του ήταν ακίνδυνη για τον Χριστιανισμό. Η επανεμφάνισις ακολούθησε την ίδια οδό με την εξαφάνιση. Το όνομα από εθνικό είχε εκπέσει πρώτα σε πολιτιστικό κι έπειτα σε θρησκευτικό και τέλος εξαφανίστηκε. Με την επανεμφάνιση του τώρα, για την δήλωση καταστάσεων του παρόντος, γίνεται πρώτα πολιτιστικό κι έπειτα πάλι εθνικό».

Ο Λέων ΣΤ' ο Σοφός, αναφερόμενος στον εξελληνισμό των σλαβικών φύλων από τον πατέρα του Βασίλειο, γράφει στα «Τακτικά του»: «Ταύτα δε ο ημέτερος εν θεία τη λήξει γενόμενος πατήρ και αυτοκράτωρ Ρωμαίων Βασίλειος των αρχαίων ηθών έπεισε μεταστήναι και γραικώσας και άρχουσι κατά τον ρωμαϊκόν τύπον υποτάξας και βαπτίσματι τιμήσας». Πρόκειται για μια αναφορά με ιδιαίτερη και γενικότερη ιστορική σημασία, μιας και αναφέρεται στον εξελληνισμό (γραικώσας) και τον εκχριστιανισμό (βαπτίσματι τιμήσας) των σλαβικών φύλων καί καταδεικνύεται η συνείδηση του αυτοκράτορα συγγραφέα για την οιονεί εθνική διάσταση του ελληνισμού, παράλληλα με την κρατική και την θρησκευτική. Καί αφού ανέφερα τόν όρο "γραικώσας", δέν μπορώ νά μήν αναφέρω ένα παιδί των βυζαντινών, τό οποίο αιώνες αργότερα όταν τό οδηγούσαν οι πολυπολιτισμικοί Οθωμανοί στήν σούβλα δήλωνε «εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε να πεθάνω». Ηταν βέβαια η απάντηση του Αθανασίου Διάκου ο οποίος μαρτύρησε με αυτόν τό φρικτό τρόπο γιά να κρατήσει τήν ελληνικότητά του καί τήν ορθόδοξη πίστη του.

Συνεχίζω μέ απόσπασμα της Αννας Κομνηνής στην «Αλεξιάδα» που αναφέρεται στο ορφανοτροφείο-εκπαιδευτήριο που είχε δημιουργήσει ο Αλέξιος: «Και έστιν ιδείν και Λατίνον ενταύθα παιδοτριβούμενον και Σκύθην ελληνίζοντα και Ρωμαίον τα των Ελλήνων συγγράμματα μεταχειριζόμενον και τον αγράμματον Έλληνα ορθώς ελληνίζοντα».

Η πριγκίπισσα Αννα Κομνηνή υπερηφανεύεται γιά τίς γνώσεις της στήν Αρχαία Ελληνική Γραμματεία

O αρχιεπίσκοπος Γουλιέλμος της Τύρου (William of Tyre, 1130-1185) στήν ιστορία του γιά τήν Α' Σταυροφορία, αφού περιέγραψε τίς σφαγές των Αράβων από τούς σταυροφόρους, στήν άλωση της Ιερουσαλήμ, έγραψε ότι αυτά συνέβησαν τόν Ιούλιο του 1099, όταν πάπας ήταν ο Ουρβανός, αυτοκράτορας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας της Γερμανίας ήταν ο Henry IV, βασιλιάς της Γαλλίας ήταν ο Philip I καί βασιλίας των Ελλήνων ήταν ο Αλέξιος: «Capta est autem praedicta civitas, anno ab Incarnatione Domini 1099, mense Julio, quinta decima die mensis, feria sexta, circa horam diei nonam; anno tertio, ex quo fidelis populus, tantae peregrinationis sibi onus assumpserat: praesidente S. Romanae Ecclesiae domino Urbano papa secundo; Romanorum vero imperium administrante domino Henrico IV; in Francia vero regnante domino Philippo; apud GRAECOS autem in sceptris agente DOMINO ALEXIO.»

Ο Νικήτας Χωνιάτης, το έργο του οποίου αποτελεί πολύτιμη πηγή για τα γεγονότα από το 1118 μέχρι την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Σταυροφόρους το 1204, δηλώνει ότι δεν μπορεί να συνεχίσει τη συγγραφή της ιστορίας, που είναι το "κάλλιστον εύρημα των Ελλήνων", περιγράφοντας βαρβαρικές πράξεις κατά των Ελλήνων: «Πώς άν έγωγε είην εγώ τό βέλτιστον χρήμα, τήν Ιστορίαν, τό κάλλιστον εύρημα των Ελλήνων, βαρβαρικαίς καθ' Ελλήνων πράξεσι χαριζόμενος».

Ο Ανώνυμος Αθηναίος σχολιαστής της «Ρητορικής» του Αριστοτέλους, αναφερόμενος σε λεηλασίες των Δανισμενιτών Τούρκων στην Μικρά Ασία στα τέλη του 11ου, εκφράζει την συμπαράστασή του στους Έλληνες Μικρασιάτες: «Δει λοιπόν και ημάς τους Αθηναίους, όπως φροντίζωμεν πως αν οι άλλοι Έλληνες δοξάζωνται».

Τον 11ο αι. ο Μιχαήλ Ψελλός θεωρεί ως έπαινο του Ρωμανού Γ' ότι ήταν αναθρεμμένος «λόγοις ελληνικοίς» και ως ψόγο του Μιχαήλ Δ' ότι ήταν εντελώς άμοιρος «παιδείας ελληνικής». Τον 13ο, ο Ιωάννης Βατάτζης, βασιλιάς της Νίκαιας, διεκδικεί την ελληνική ταυτότητα του Βυζαντίου. Στην επιστολή του στον Πάπα Γρηγόριο Θ΄ υποστηρίζει πως, «εν τω γένει των Ελλήνων ημών η σοφία βασιλεύει». Ο διάδοχος του Θεόδωρος Λάσκαρης ο Β' θα ονομάσει την Αυτοκρατορία της Νικαίας «Ελληνικόν», ταυτίζοντας την κρατική υπόσταση με την ουσία της ελληνικής ταυτότητας. Επί πλέον ο Λάσκαρης αναφέρεται ήδη στο ελληνικό γένος «απασών γλωσσών το ελληνικόν υπέρκειται γένος» και διεκδικεί την πνευματική ανωτερότητα των Ελλήνων, «Πάσα τοίνυν φιλοσοφία και γνώσις Ελλήνων εύρεμα... Συ δε, ω Ιταλέ, τίνος ένεκεν εγκαυχά;» Ο Νικηφόρος Βλεμμύδης, τον ίδιο αιώνα, θα αναφέρεται στην «ελληνίδα επικράτεια», ενώ ο Δημήτριος Κυδώνης στα τελευταία του έργα χρησιμοποιεί την λέξη Ελλάς ως ισοδύναμη της λέξης Βυζάντιον. Ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, εξιστορώντας την άλωση της πόλεως αυτής από τους Νορμανδούς (1185), αναφέρεται στους Λατίνους ως το αντίπαλο δυτικό στρατόπεδο, στους Παφλαγόνες ως ένα γεωγραφικής τοποθετήσεως φύλο, και στους Έλληνες ως το κυρίαρχο έθνος της αυτοκρατορίας: «Οι Παφλαγόνες, έθνος ατάσθαλον και εν Έλλησι βάρβαρον, κελευσθέν ενεπήδησε τω των Λατίνων φύλω».

Ο Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων τονίζει προς τον Μανουήλ Παλαιολόγο ότι οι άνθρωποι των οποίων ηγείται είναι «Έλληνες το γένος ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί», ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης απαιτεί να αντικατασταθεί πλήρως η ρωμαϊκή με τη ελληνική εθνική προσηγορία, ενώ ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος θα είναι πλέον «βασιλεύς των Ελλήνων» όπως θα αναγορεύει πλέον τους αυτοκράτορες ο Ιωάννης Αργυρόπουλος: «Ου γαρ ώετο προς βασιλέως Έλληνας... μηδενός δε αφιστάμενος των όσα προς την των Ελλήνων ελευθερίαν τείνει».

Τέλος οι δυτικοί, Φράγκοι και Λατίνοι, παρόντες πλέον στην ελληνική Ανατολή αποδίδουν στα ελληνικά το πατροπαράδοτο «Graeci» ως «Έλληνες», όπως δείχνει το σχετικό χωρίο του «Χρονικό του Μορέως».
Διαβάντα γαρ χρόνοι πολλοί αυτείνοι οι Ρωμαίοι
Έλληνες είχαν το όνομα, ούτω τους ονομάζαν,
Πολλά ήσαν αλαζονικοί, ακόμα το κρατούσιν
Από την Ρώμην επήρασι το όνομα των Ρωμαίων».
Ο Θεόδωρος Αλανίας γράφει στον αδελφό του ότι «εάλω μεν η πατρίς, αλλ' ανδρί σοφώ πας τόπος Ελλάς». Ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης καλεί «Έλληνας» τους κατοίκους του κράτους και «Βασιλείς Ελλήνων» τους εν Κωνσταντινουπόλει αυτοκράτορας. Ο Μ. Δούκας χαρακτηρίζει τον λαόν του Βυζαντίου «Τρυγίαν των Ελλήνων». Ο Σουλτάνος της Αιγύπτου με επιστολή του προς τον Ιωάννην Καντακουζηνόν τον αποκαλεί: «Βασιλέα των Ελλήνων». Ο Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος, στην τελευταία έκκλησί του για αγώνα, χαρακτηρίζει την Κωνσταντινούπολιν: «Ελπίδα και χαράν πάντων των Ελλήνων». Στόν «Θρήνο και Κλαυθμό Κωνσταντινουπόλεως» του Ματθαίου Μυρέων διαβάζουμε:
«Αλλοίμονον, αλλοίμονον 'ς το γένος των Ρωμαίων.
Ω, πώς εκαταστάθηκε το γένος των Ελλήνων.
Σ' εμάς, εις όλους τους Γραικούς να έλθη τούτ' την ώρα».
Από τά "Απομνημονεύματα" του Στρατηγού Μακρυγιάννη παραθέτω τό απόσπασμα: «Τι στοχάζεσαι, αυτό το Ρωμαίγικο θα κάμει άργητα να γίνει; Θα κοιμηθούμε με τους Τούρκους και θα ξυπνήσουμε με τους Ρωμαίγους».

Eπειδή η σελίδα αυτή γράφεται την ώρα του θανάτου του Αρχιεπισκόπου Ελλάδος Χριστοδούλου, ενός ανθρώπου πού πολέμησε γιά τήν διατήρηση της ρωμέϊκης ταυτότητός μας, ενός ανθρώπου πού βρήκε απέναντί του τό εντόπιο καί διεθνές κατεστημένο, υπενθυμίζω τήν έξοχη ομιλία καί φιλοξενία πρός τόν Αρχηγό της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, τόν Πάπα Ιωάννη Παύλο Β', ο οποίος ήρθε ενώπιόν του καί ζήτησε συγγνώμη γιά τήν άλωσι της Πόλης του 1204. Τό Βατικανό μέ τήν γνώση των χιλιάδων χειρογράφων του Μεσαίωνα πού διαθέτει, επιβεβαίωσε μέ τήν κίνηση αυτή, τήν ελληνορθόδοξη ταυτότητα του δικού μας Βυζαντίου. Απολαύστε τόν Κώστα Ζουράρι:
«Μετά χίλια διακόσια έτη -και, μάθημα για τους κενοφανείς εκσυγχρονιστές- θετικιστές παντός δυτικού συρφετού- το Βατικανόν ωμολόγησε urbi et orbi, ποιος είναι ο Νόμιμος κληρονόμος της Βυζαντινής - Ρωμέηκης αυτοκρατορίας. Δεν είναι ούτε οι Σλαύοι, ούτε οι Ιβηρες, ούτε οι Τούρκοι. Ο Αιρεσιάρχης Πάπας ζήτησε συγγνώμην για την άλωση και τη δήωση της Κωνσταντινουπόλεως, από μας, εδώ: η σημερινή Ελλάς είναι το Νόμιμον Συνεχές της Πόλης. Αυτό, που δεν παραχώρησε σε τρεις Πατριάρχες της Κωνσταντινουπόλεως, το Βατικανό αναγκάστηκε να το παραδώσει στην εδώ Ελλάδα.

Το Μνημείον αυτό του Συνοδικού-ορθοδόξου λόγου του Χριστόδουλου, μας έδειξε, urbi et orbi, και ταυτοχρόνως προς τον εμβρόντητο Πάπα, τι σημαίνει να είσαι επί δύο χιλιάδες χρόνια θεσμός: θεμιστός, ιεροπρακτικός, λαοκεντρικός. Το γραπτό της Συνόδου μας απέδειξε ταυτοχρόνως, τι σημαίνει να έχεις ένα Κράτος της Ψωροκώσταινας, διαρκείας εκατόν εβδομήντα ετών καρπαζιάς και υπουργείου Εξωτερικών τεμενάδων: από την μια, Βυζαντινή αυτοκρατορία, από την άλλη το Κράτος της Μελούνας, της Προστασίας και των «Προστατίδων Δυνάμεων», ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο. Ουδέποτε το Ελλαδικό κρατίδιο μπόρεσε να συντάξει και να προτείνει τέτοιον διαπραγματευτικό λόγο, όπως ο λόγος που ακούστηκε, φωνή μεν Χριστοδούλου, σώματι δε ορθοδόξου Κωνσταντινουπολίτικης οικουμένης. Δύο χιλιάδες χρόνια αυτοκρατορικής πείρας. Θουκυδίδειον και ορθόδοξον τέχνημα: Ο Συνοδικός λόγος προς τον Πάπα, σύμφωνα με τον κανόνα του Θουκυδίδη, δεν θεώρησε ότι υπάρχει «μεγάλη» και «βραχεία πρόφασις». Ο Συνοδικός μας Αρχιεπίσκοπος ήξερε, ότι δεν υποχωρούμε ποτέ για ένα «βραχύ τι ζήτημα», διότι, «ευθύς τι μείζον επιταχθήσεσθε υμίν, ως φόβω και τούτω υπακούσαντες», άρα, στην συνύπαρξη μεταξύ αδελφών, δεν υπάρχει ποτέ «μικρό» ζήτημα, όπου, ας υποχωρήσουμε: όλα τα ζητήματα στην συνύπαρξη των συστημάτων έριδος-ισχύος, είναι ισόμοιρα, ισόκυρα, ισοδύναμα. Επομένως, ο Συνοδικός μας Αρχιεπίσκοπος τα έθεσε όλα, ως ισόκυρα, ενώπιον του Αιρεσιάρχου-μέλλοντος και τέως αδελφού μας.

Το Συνοδικό αυτό κείμενο, πρέπει να διδάσκεται ως υπόδειγμα διαπραγματευτικού - τεχνικού και οντολογικού άθλου στους διπλωμάτες μας του υπουργείου Εξωτερικών τεμενάδων. Φαντάζεσαι, τι ευλύγιστο σθένος και τι εύκαμπτο αρραγές χρειάστηκε στους ημετέρους Συνοδικούς, ώστε οι φοβεροί Καρδινάλιοι της Curia να καταπιούν αυτήν την κειμενάρα, που αναγκάστηκε να ακούσει ο Αιρεσιάρχης Πάπας; Εν αγάπη; »
Ας επιστρέψουμε πάλι στό παρελθόν. Από τόν 7ο αιώνα η επίσημη γλώσσα ήταν η ελληνική καί οι σπουδές ενσωμάτωναν μεταξύ άλλων τά κλασικά έργα ποίησης καί λογοτεχνίας όπως ήταν αυτά του Ομήρου, του Ησίοδου, του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Δημοσθένη, του Λουκιανού καί του Λυσία. Η υψηλή μόρφωση ήταν το κλειδί γιά τήν είσοδο στίς ανώτερες θέσεις της γραφειοκρατίας, ενώ η ανώτερη παιδεία βασίζοταν στό τρίπτυχο της ποίησης, της ρητορικής καί της φιλοσοφίας καί στό τετράπτυχο της γεωμετρίας, της αριθμητικής, της αστρονομίας καί της μουσικής. Παράδειγμα Βυζαντινού υψηλής μορφώσεως του 11ου αιώνα ήταν ο Μιχαήλ Ψελλός, ο οποίος είχε αποστηθίσει ολόκληρη την Ιλιάδα. Ο ίδιος μάλιστα αφηγείται ότι, όταν μία μέρα ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος Θ' συνοδεύονταν στό παλάτι του από μία παλακίδα του, κάποιος αυλικός φώναξε: "Ου νέμεσις". Οι αυλικοί κατάλαβαν τόν υπαινιγμό καί γέλασαν. (Αραγε πόσοι σύγχρονοι νεοέλληνες καταλαβαίνουν τό νόημα αυτής της φράσης; Η φράση προέρχεται από τούς στίχους της Ιλιάδας:«ου νέμεσις Τρωας καί ευκνήμιδας Αχαιούς τοιηδ' αμφί γυναικί πολύν χρόνον άλγεα πάσχειν» = "δεν είναι ντροπή πού υποφέρουν Τρώες καί Αχαιοί γιά μία γυναίκα σάν κι αυτή", υπονοώντας τήν Ωραία Ελένη.)

Σχετικά μέ τήν σχέση των πολιτών του Βυζαντίου μέ τήν κλασσική φιλοσοφία ο Ράνσιμαν αναφέρει τά εξής:
«Η φιλοσοφία ήταν πάντα πολύ αγαπητή στούς Βυζαντινούς. Οι πατέρες της Εκκλησίας ήξεραν τους εθνικούς φιλοσόφους καί χρωστούσαν πολλά στό νεοπλατωνισμό. Ο Λέων ο Φιλόσοφος είχε ιδιαίτερη αγάπη γιά τόν Αριστοτέλη, ο Ψελλός τον 11ο αιώνα οδηγεί σέ αναζωογόνηση τόν πλατωνισμό. Ο Ιωάννης Μαυρόπους ήταν αφοσιωμένος στόν Πλάτωνα, ενώ ο μαθητής του Ψελλού, ο Ιωάννης ο Ιταλός, άφησε τήν φιλοσοφία του Πυθαγόρα νά τόν παρασύρει σέ μεγάλη αίρεση. Ο Μιχαήλ ο Ακωμινάτος προτιμούσε τήν φιλοσοφία των Στωϊκών από τόν Αριστοτέλη. Η εκκλησία παρόλο πού δεν αποδοκίμαζε τή μελέτη της φιλοσοφίας αποτελούσε εμπόδιο στήν ελεύθερη σκέψη.

Οι πιό άξιοι ιστορικοί του 10ου αιώνα ήταν ο Λέων ο Διάκονος καί ο Συμεών Λογοθέτης ενώ του 11ου αιώνα, ο Μιχαήλ Ψελλός, ο πιό μοντέρνος από τούς βυζαντινούς συγγραφείς, κυνικός, διασκεδαστικός, ο σύγχρονός του Μιχαήλ Ατταλειάτης, ο καίσαρ Νικηφόρος Βρυέννιος καί η πορφυρογέννητη Αννα Κομνηνή. Ακολουθούν οι χρονογράφοι Κίνναμος, Κεδρηνός, Ζωναράς καί Γλυκάς. Τό 10ο αιώνα γράφτηκε ένα μεγάλο επικό ποίημα σέ δέκα λόγους, γραμμένο σέ πολιτικούς στίχους, πού μιλούσε γιά τά κατορθώματα ενός πολεμιστή των ανατολικών συνόρων, του Διγενή Ακρίτα. Τό έργο είναι απείρως καλύτερο από τά δυτικά ιπποτικά έπη καί κανένα έμμετρο μυθιστόρημα δέν κατόρθωσε νά φθάσει σέ τέτοιο ύψος.»
Τόν 11ο αιώνα, η οικονομία ανθούσε, ενώ οι εξαγωγές ήταν πολλαπλάσιες από τίς εισαγωγές. Η Κόρινθος παρήγαγε υφάσματα, βαμβακερά, η Αθήνα ειδικεύονταν στίς βαφές καί στήν σαπουνοποιΐα ενώ η Θήβα φημίζονταν γιά τά μεταξωτά της. Η Θεσσαλονίκη φιλοξενούσε την ετήσια εμπορική έκθεση του Αγίου Δημητρίου, η οποία προσείλκυε εμπόρους από όλο τόν κόσμο. Στή Μικρά Ασία, ο πλούτος στηρίζονταν στήν αγροτική παραγωγή, ενώ ξεχώριζαν μεγάλα εμπορικά κέντρα όπως η Νίκαια, η Καισάρεια, τό Ικόνιο. Οι παραλιακές πόλεις της Σμύρνης, της Περγάμου καί της Τραπεζούντας προσείλκυαν πλοία από ολόκληρη τήν Ανατολή καί τή Δύση. Στόν Κεράτιο (Χρυσούν Κέρας), Αραβες καί Ινδοί έμποροι έφερναν μπαχαρικά καί κοσμήματα, Ευρωπαίοι έφερναν μαλί, Ρώσοι καί Σκανδιναυοί έφερναν γούνες καί κεχριμπάρι. Ας απολαύσουμε τόν Ράνσιμαν, στήν περιγραφή του γιά τό Βυζάντιο του 11ου αιώνα:
«Η Κωνσταντινούπολη δεν ήταν ποτέ άλλοτε τόσο πλούσια. Ήταν η χωρίς αντίπαλο οικονομική και εμπορική πρωτεύουσα του κόσμου. Έμποροι από τα άκρα του κόσμου, από την Ιταλία και τη Γερμανία, από τη Ρωσία, από την Αίγυπτο και την Ανατολή, συνέρεαν εκεί για νά αγοράζουν τα είδη πολυτελείας που παρήγαν Χρυσή Πύλη τα εργοστάσιά της και για νά ανταλλάσσουν τα δικά τους τραχύτερα εμπορεύματα. Η σφύζουσα ζωή της μεγάλης πόλεως, πολύ πιο εκτεταμένης και πολυάνθρωπης ακόμα και από το Κάιρο και την Βαγδάτη, δεν έπαυε ποτέ να καταπλήσσει τον ταξιδιώτη με το γεμάτο πλοία λιμάνι της τις γεμάτες κόσμο αγορές της, τα εκτεταμένα προάστιά της και τις τεράστιες εκκλησίες της και τα επιβλητικά της ανάκτορα. Η αυτοκρατορική αυλή, του φαινόταν το κέντρο της οικουμένης.

Αν η τέχνη είναι ο καθρέφτης του πολιτισμού, ο βυζαντινός πολιτισμός στεκόταν ψηλά. Οι καλλιτέχνες του, του ενδέκατου αιώνα έδειχναν όλη τη συγκράτηση και την ισορροπία των κλασσικών προγόνων των. Πρόσθεταν όμως δύο ιδιότητες που προέρχονταν από ανατολική παράδοση, τον πλούσιο διακοσμητικό φορμαλισμό των Περσών και την μυστικιστική ένταση της αρχαίας Ανατολής. Τα έργα της εποχής που επιζούν, είτε είναι μικρά ελεφάντινα κομψοτεχνήματα είτε μεγάλα μωσαϊκά ή επαρχιακές εκκλησίες, όπως η του Δαφνιού και του Οσίου Λουκά στην Ελλάδα, όλα παρουσιάζουν την ίδια θριαμβευτική σύνθεση παραδόσεων και έχουν συγχωνευθεί σέ ένα τέλειο σύνολο. Η φιλολογία της εποχής, αν και σημαντικά εμποδισμένη από την υπερβολικά ισχυρή ανάμνηση των κλασικών επιτευγμάτων, δείχνει μια ποικιλία εξαίρετου επιπέδου. Έχομε την επιμελημένη ιστορία του Λέοντος Διακόνου, τα λεπτά λυρικά ποιήματα του Χριστόφορου εκ Μυτιλήνης, το συναρπαστικό λαϊκό έπος του Διγενή Ακρίτα, τους τραχείς, πρακτικούς αφορισμούς του στρατιώτη Κεκαυμένου και τα πνευματώδη, κυνικά αυλικά απομνημονεύματα του Μιχαήλ Ψελλού. Η ατμόσφαιρα έχει σχεδόν την αυταρέσκεια του δέκατου όγδοου αιώνα, αν εξαιρέσουμε μια απαισιοδοξία και μια απορρόφηση από τον άλλον κόσμο από τα οποία το Βυζάντιο δεν είχε ποτέ απαλλαγεί.

Oι Βυζαντινοί ήταν γνώστες της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Πολλοί ιστορικοί ήθελαν να γράψουν σαν τον Θουκυδίδη, δεν ήθελαν να γράψουν στη γλώσσα που τους ήταν πιο φυσική αλλά στην αρχαία. Η μεγάλη τραγωδία των βυζαντινών γραμμάτων ήταν η εξάρτησή της από την κλασσική γραμματεία. Η παιδεία τους, κατά το Μέγα Βασίλειο, όφειλε να στηρίζεται στον Ομηρο, τον "διδάσκαλο των αρετών". Ολα ανεξαιρέτως τα αγόρια και τα κορίτσια ήξεραν τον Ομηρο. Η Αννα Κομνηνή στήν "Αλεξιάδα" δεν εξηγεί ποτέ τα σημεία στα οποία αναφέρεται στον Ομηρο, όλοι οι αναγνώστες της τα γνώριζαν.»
Τό βυζαντινό νόμισμα ήταν πανίσχυρο καί ο πλούτος αντανακλούσε στά μέγαρα καί τά παλάτια πού κοσμούσαν τίς μεγάλες πόλεις, στά πολυτελή ενδύματα καί τα κοσμήματα πού φορούσαν οι βυζαντινές, καθώς καί στούς μεγαλοπρεπείς ναούς τούς στολισμένους μέ τά χιλιάδες ψηφιδωτά καί τίς επίχρυσες εικόνες. Ο πλούτος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας άφησε άφωνους τούς σταυροφόρους πού έφθαναν στά εδάφη της, σέ μία εποχή μάλιστα στήν οποία άρχιζε η φθίνουσα πορεία της χιλιόχρονης πορείας της. Οι σταυροφόροι δήλωναν ότι στή πρωτεύουσα των Γραικών είχαν συσωρευθεί τά δύο τρία του παγκόσμιου πλούτου. Ο Ράνσιμαν συνεχίζει:
Aν τό Βυζάντιο τή δύναμή του καί την ασφάλειά του τή χρωστούσε στήν καλή λειτουργία των υπηρεσιών του, τή δυνατότητα νά ξοδεύει γιά τίς υπηρεσίες αυτές του τήν έδινε τό εμπόριό του. Η ιστορία του Βυζαντίου είναι πρώτα απ'όλα, η ιστορία της οικονομικής του πολιτικής καί η ιστορία του εμπορίου του Μεσαίωνα. Λίγες πόλεις είχαν τό προνόμιο νά βρίσκονται σέ τόσο εξαιρετική θέση όπως η Κωνσταντινούπολη, πού είχε κτισθεί στόν πορθμό μεταξύ Βορρά καί Νότου καί στήν γέφυρα της Ανατολής καί της Δύσης. Καί λίγοι λαοί υπήρξαν τόσο ικανοί στό εμπόριο όσο οι κάτοικοί της, πού ήταν οι Ελληνες καί οι Αρμένιοι.

Γιά αιώνες ολόκληρους τό όνομα της Κωνσταντινουπόλεως ήταν συνώνυμο του πλούτου αφού οι θησαυροί της "ούτε τέλειωνουν, ούτε μετριούνται". Ως τήν εποχή των μεγάλων ανακαλύψεων, τά αγαθά διακινούνταν από τήν Απω Ανατολή μέχρι τή Μεσόγειο. Σύμφωνα μέ τόν Κοσμά τον Ινδικοπλεύστη τά αγαθά της Ανατολής πού έφθαναν στήν Αυτοκρατορία ήταν μετάξι από τήν Κίνα, ξύλο από τήν Ινδοκίνα, πιπέρι από τήν Μαλαισία, κοσμήματα από τήν Ταπροβάνη (Κεϋλάνη). Τό χρήμα πού προτιμούσαν όλοι οι έμποροι της Ανατολής ήταν τό αυτοκρατορικό νόμισμα. Οι Χάζαροι έφερναν στή Χερσώνα γούνες καί παστά ψάρια καί οι Ρώσοι κεχριμπάρια από τή Βαλτική καί μέταλλα. Ελληνικά πλοία έκαναν τό εμπόριο από τή Κωνσταντινούπολη στή Βάρι (Μπάρι) καί ελληνικά πλοία διέσχιζαν τήν Μαύρη Θάλασσα (Εύξεινος Πόντος) καί έφθαναν μέχρι τήν Τραπεζούντα.
Εκείνο όμως πού έκανε υπερήφανους τους βυζαντινούς ήταν η "Βασιλεύουσα Πόλις", η "Βασιλίς των Πόλεων", η "Θεοφύλακτη Κωνσταντινούπολις". Μία πόλη πού τραγουδούσαν γιά χίλια χρόνια οι βυζαντινοί Ελληνες καί γιά πεντακόσια χρόνια οι ραγιάδες Ρωμηοί. Βυζαντινά τείχη Η "Επτάλοφος" είχε τά μεγαλύτερα οχυρωματικά τείχη (εσωτερικό καί εξωτερικό), ύψους εννέα μέτρων καί πλάτους πέντε μέτρων μέ ενενήντα έξη πύργους καί μία τεράστια τάφρο σκαμμένη μπροστά από τό εξωτερικό τείχος. Τά τείχη αυτά απέκρουσαν δεκάδες πολιορκίες ασιατών καί ευρωπαίων εισβολέων γιά χίλια χρόνια, προστατεύοντας ταυτόχρονα τά κλασικά έργα πού φυλάσσονταν στίς βιβλιοθήκες της Πόλης, αλλά καί τό τό κλασσικό πνεύμα πού θά φώτιζε τό δρόμο της σύγχρονης Ευρώπης. Ζωντανό παράδειγμα είναι η διάσωσις καί αντιγραφή του περίφημου παλίμψηστου του Αρχιμήδη, ενός πολύτιμου χειρόγραφου, το οποίο αποτελεί το μοναδικό γνωστό αντίγραφο του κώδικα του μεγάλου Ελληνα μαθηματικού της αρχαιότητας. Σύμφωνα με δημοσίευμα της γαλλικής εφημερίδας Liberation, οι 174 σελίδες καί τα 55 σχέδια του παλίμψηστου φανέρωσαν θεωρίες του Αρχιμήδη που δεν έχουν σωθεί σε άλλα χειρόγραφα καί πού δείχνουν ότι είχε ασχοληθεί μέ θεωρίες οι οποίες αναπτύχθηκαν στήν Δύση μόλις τόν 20ο αιώνα, δηλαδή ύστερα από τρείς χιλιετίες. Η ομάδα πού αποκρυπτογράφησε τό χειρόγραφο γράφει στήν ιστοσελίδα της (http://www.archimedespalimpsest.org - 2008) :
The Archimedes manuscript was probably written in the second half of the tenth century. It was almost certainly written at Constantinople, for the simple reason that there is no other place that we know of where ancient mathematics was systematically studied and copied. Constantinople was the one place with a continued tradition of copying and preserving ancient texts from antiquity through the Middle Ages.

Specifically, the study of Archimedes texts can be associated with the work of Leo the Geometer. Leo the Geometer was the cousin of John VII Morocharzianus, who was Patriarch in Constantinople between 837 and 843. In the 820's, Leo was giving private instruction in Constantinople. Evidently he was successful at inspiring his students: one of them, who had read Euclid under his supervision, was captured by the Arabs in 830. His report of Leo's learning was sufficient to cause the Caliph to invite Leo to Baghdad. He did not go. Instead he took up the charge of the Byzantine Emperor Theophilus (829-842) to educate the public in the church of the Forty Martyrs in Constantinople. Leo was clearly something of a polymath, and a practical one at that. While in Theophilus's service, he built fire stations between the City and the border of the Empire. Should there be an emergency on the border north of Tarsus, a message could reach the Capital in less than an hour. In the Late 850's the assistant Emperor, Bardas, founded a school in the Imperial Palace, under Leo's direction. Other professors were appointed too: Cometas, a literary scholar, Theodegius, an astronomer, and, perhaps most significantly for us Theodore, a geometer. We know few of the details of Leo's school, but we can assume that it was a center of learning. Two surviving manuscripts containing texts by Archimedes contain inscriptions praising Leo the Geometer. It seems highly likely that it was as a result of his work that manuscripts of Archimedes were copied in this period.

The ninth and tenth centuries were glorious centuries for the Byzantine Empire. Constantinople was immensely wealthy, and physically secure. The imperial palace was a center of culture, and its monasteries flourished.
Αυτά καί άλλα έγραψε η ομάδα πού αποκρυπτογράφησε τό χειρόγραφο του Αρχιμήδη, τονίζοντας τή σημασία του Βυζαντίου στη διαφύλαξη του κλασικού πνεύματος το οποίο καθόρισε τή μετέπειτα εξέλιξη της Ευρώπης. Μία Ευρώπη, η οποία υπερέχει από όλα τά υπόλοιπα κράτη του κόσμου στά ανθρώπινα και κοινωνικά δικαιώματα, στήν ισοκαταμερή κατανομή του πλούτου, στό σεβασμό του συνανθρώπου καί τά οποία τα συνδυάζει μέ τήν τεχνολογική πρόοδο. Η Πρύτανις της Οξφόρδης καί ιστορικός Αveril Cameron υποστηρίζει ότι:
«Θα ήταν πολύ λυπηρό αν δεν συμπεριλάβουμε το Βυζάντιο στον γενικότερο ιστορικό διάλογο για τις ρίζες όλων μας. Αυτή η ιστορική περίοδος έχει πολλαπλές και σύνθετες πτυχές, οι οποίες έχουν αγγίξει την ιστορία ολόκληρης της Ευρώπης. Το Βυζάντιο δεν είναι αποκλειστική ιδιοκτησία των Ελλήνων, αλλά θα πρέπει να διεκδικείται από όλους μας. Πώς μπορούμε να κατανοήσουμε την ιστορία του Χριστιανισμού στη Δύση, αν αγνοήσουμε το Βυζάντιο; Το γεγονός ότι η Αγγλία ή η Γαλλία επηρεάστηκαν από τη δυτική χριστιανική Εκκλησία της Ρώμης, είναι ένα ιστορικό ατύχημα. Αφήνοντας το Βυζάντιο απ' έξω, διαστρεβλώνουμε την Ιστορία».
Αλλά καί ο Prof. Dr. Ralph-Johannes Lilie γράφει στό βιβλίο του "ΒΥΖΑΝΖ", ότι τό Βυζάντιο αφενός αποτέλεσε το οχυρό της Ευρώπης έναντι του Ισλάμ, προστατεύοντας τήν κλασική αρχαία Ελληνική κληρονομιά, αφ'ετέρου αποτέλεσε πρότυπο γιά τά τότε μεσαιωνικά κρατίδια της Ευρώπης, τά οποία σκοπό είχαν νά τό μιμηθούν καί ακόμα νά τό ξεπεράσουν:
«Byzanz hat das werdende Abendland in fast alle Sparten des politischen und kulturellen Lebens tiefgreifend beeinflusst, nicht nur durch seine Verteidigung Europas gegen den Islam im 7. und 8. Jahrhundert oder durch seine Bewahrung des antikes Erbes, sondern ebenso und vielleicht noch mehr durch seine schiere Existenz: durch das Beispiel, das es den anderen Staaten gab, das Vorbild, dem man nacheiferte, und in hohen Mittelalter als Konkurrent, den man auszuschalten suchte.»
Η Κωνσταντινούπολη ήταν μακράν η μεγαλύτερη πόλη του μεσαίωνα, μέ πληθυσμό πού είχε αγγίξει καί το ένα εκατομμύριο, όταν η Golden byzantine cup Ρώμη έφθανε τούς εκατό χιλιάδες ενώ τό Παρίσι καί τό Λονδίνο ήταν ταπεινά χωριουδάκια. Η βιοτεχνία ανθούσε κυρίως στήν κατασκευή όπλων, χρυσών καί ασημένιων κοσμημάτων, μεταξωτών ρούχων, αρωμάτων καί σαπουνιών. Ηταν μία μεγαλούπολη μέ άψογο πολεοδομικό σχέδιο, υπόγεια αποχέτευση καί ύδρευση, μέ δημόσιους χώρους γιά εκδηλώσεις, νοσοκομεία όπως ήταν αυτό του Παντοκράτορα, του Μοναχού Εφραίμ με 300 κλίνες, η «Βασιλειάδα» του Μ. Βασιλείου, το νοσοκομείο του Ιωάνου Χρυσοστόμου, του Μαρκιανού, του Ιουστινιανού και του Λιβός, οι ξενώνες του Αγ. Παντελεήμονα, του Σαμψών, του Ευβούλου, της Αγ. Ειρήνης, το λεπροκομείο του Ζωτικού, ορφανοτροφεία καί πτωχοκομεία.

Τούς δρόμους της βυζαντινής πρωτεύουσας κοσμούσαν εκατοντάδες αγάλματα. Ξεχώριζαν τά αγάλματα του Ηρακλή, του Μεγάλου Κωνσταντίνου, του Ιουστινιανού, του Βουκολέοντος καί η χάλκινη στήλη των φιδιών από τούς Δελφούς.

Η καθηγήτρια καί πρύτανις της Σορβόννης Ελένη Γλυκάτζη - Αρβελερ περιγράφει μέ τόν δικό της τρόπο τή Βασιλεύουσα:
«Η Κωνσταντινούπολη, αναμφισβήτητη εστία των ανώτερων τάξεων του έθνους, που δεν είναι πια αποκλειστικά στρατιωτικοί, υπαγορεύει όλες τις μορφές πνευματικής ζωής και δίνει τον τόνο σέ όλες τις κοινωνικές και κοσμικές εκδηλώσεις. Διαλεγμένη για διαμονή από μια εκλεπτυσμένη κοινωνία, που επιδεικνύει τα πλούτη και την πολυτέλειά της, ακόμα και σε στιγμές εθνικών κινδύνων, αποκτά με τον καιρό τις διαστάσεις ενός πραγματικού θρύλου, που ξεπερνά γρήγορα τα βυζαντινά σύνορα. Η ομορφιά, η μεγαλοπρέπεια και προπαντός τα πλούτη της πόλης, κεντρίζουν τα πνεύματα των συγχρόνων, εξάπτουν την περιέργεια και προκαλούν το θαυμασμό και την έκσταση, αισθήματα που σέ άλλους προκαλούν περηφάνια και συγκίνηση και σέ άλλους απληστία και φθόνο.

Αλλά οι Ελληνες, ως ο μόνος λαός στήν Ευρώπη πού δέν ελευθέρωσε ακόμα τήν κοιτίδα του Γένους του, δηλαδή τήν Κωνσταντινούπολη, γιά νά βρεί παρηγοριά, έβαλε σέ παρένθεση τά χίλια χρόνια της αυτοκρατορικής μας παντοδυναμίας, θεωρώντας ότι είμαστε απόγονοι μόνο του Περικλή καί του Σωκράτη. Στά χρόνια του Βυζαντίου όμως, η Αθήνα ήταν ένα λασποχώρι....»
Οι αυτοκράτορες διέμεναν σέ δύο μέγαλα παλάτια, τά οποία αποτελούνταν από συγκροτήματα πολλών κτιρίων μέ απέραντους κήπους καί όμορφες τοιχογραφίες ζωγραφισμένες στούς μαρμάρινους τοίχους. Τό παλαιότερο ήταν τό ανάκτορο του «Βουκολέοντος» Λιμήν του Βουκολέοντος πού βρίσκονταν κοντά στόν Ιππόδρομο καί τήν Αγία Σοφία. Εκεί στο «Παλάτι της Μαγναύρας» είχε εγκαταστήσει ο Λέων ο Μαθηματικός μηχανικές κατασκευές, με εντυπωσιακά διακοσμητικά και λειτουργικά στοιχεία. Σε περιγραφές πρεσβευτών σάν καί αυτή του Λιουτπράνδου αναφέρεται ότι, ο αυτοκρατορικός θρόνος στη "Μαγναύρα" ανυψώνονταν μέ τήν άφιξη του επισκέπτη, ενώ βρισκόταν στη σκιά ενός ολόχρυσου πλάτανου, τα κλαδιά του οποίου ήταν γεμάτα από μηχανικά πουλιά, διακοσμημένα με πολύτιμους λίθους. Αυτά τα πουλιά κελαηδούσαν και έδιναν στον παρατηρητή την εντύπωση ότι πηδάνε από τον πλάτανο στο θρόνο και πάλι πίσω. Γύρω δε από τον κορμό του πλάτανου υπήρχαν ολόχρυσοι γρύπες και λιοντάρια που βρυχόνταν. Με ένα νεύμα του αυτοκράτορα έμοιαζαν τα τεχνητά ζώα να ζωντανεύουν και να προκαλούν ήχους, συνοδευόμενα από μουσική οργάνων. Με ένα δεύτερο νεύμα ακολουθούσε σιωπή. Την ώρα που οι επισκέπτες αποχωρούσαν, άρχιζαν πάλι οι κινήσεις των ζώων, οι βρυχηθμοί των αρπακτικών και τα κελαηδήματα των πτηνών.

Οι Βυζαντινοί, ως απόγονοι των αλεξανδρινών καί συνεχιστές των ελληνιστικών χρόνων είχαν γνώσεις μηχανικής, μαθηματικών, χημείας καί φυσικής καί έτσι εξηγούνται οι κατασκευές πού βρίσκονταν στό παλάτι καί στηρίζονταν στήν υδροδυναμική καί στήν αεροδυναμική, έτσι εξηγείται η κατασκευή των μεγαλύτερων τότε κτιρίων, όπως ήταν οι ναοί μέ τή χρήση του τρούλου. Τρανό παράδειγμα ο ναός της "Του Θεού Αγίας Σοφίας", ο οποίος κατασκευάστηκε εντός πέντε ετών καί ο οποίος είναι τό παλαιότερο εν ενεργεία κλειστό κτίριο. Agiasofia Ετσι εξηγούνται οι κατασκευές γεφυρών, οι κατασκευές πλακόστρωτων δρόμων (καλλιδρόμια - καλντερίμια στά τούρκικα) πού ένωναν πόλεις σέ εκατοντάδες χιλιόμετρα απόσταση, οι κατασκευές συστημάτων ύδρευσης, συστημάτων επικοινωνίας μέ τίς φρυκτωρίες (καμινοβίγλια) κ.ά.

Αξιοσημείωτο είναι τό "Υγρόν πύρ", τό οποίο οι ξένοι τό ονόμαζαν "Greek fire" (Ελληνικόν πύρ). Στά βυζαντινά χρόνια ανήκει καί ένας πολύπλοκος υπολογιστής, αντίστοιχος του μηχανισμού των Αντικυθήρων, ο οποίος φέρει επάνω του χαραγμένα τα τοπωνύμια των γνωστών πόλεων τη βυζαντινής εποχής, τα γεωγραφικά πλάτη αυτών των πόλεων, συντομογραφίες για τα ονόματα των μηνών του ιουλιανού ημερολογίου, τα ονόματα ημερών κ.ά. Είναι γνωστό επίσης ότι στό Αυγουστείον, βρισκόταν τό "Ωρολόγιον", μηχανικό ρολόϊ, του οποίου καθεμία από τίς είκοσι τέσσερεις πόρτες άνοιγε τήν κατάλληλη ώρα καί τό "Μίλιον", μία στήλη από τήν οποία μετρούσαν τίς αποστάσεις. Μία άλλη επινόησις ήταν τό "Ωρονόμιον". Πρόκειται για ένα τηλεπικοινωνιακό σύστημα που προστάτευε το Βυζάντιο από Αραβικές επιδρομές. Το δίκτυο ήταν εξαπλωμένο στα βουνά της βυζαντινής Αυτοκρατορίας Όλυμπος, Ταύρος και Αντίταυρος. Το όλο σύστημα περιελάμβανε μια αλυσίδα από εννέα καμινοβίγλες, αρχής γενομένης από ένα σημείο στα βουνά του Ταύρου στην Κιλικία με κατάληξη στην Κωνσταντινούπολη. Στην κάθε καμινοβίγλα υπήρχαν παρατηρητές επιφορτισμένοι κυρίως με την επί μονίμου βάσεως, παρακολούθηση του προηγούμενο φάρου στην αλυσίδα. Στα δυο άκρα της αλυσίδας των παρατηρητηρίων υπήρχε από ένα ρολόι. Αυτά ήταν ρυθμισμένα μεταξύ τους έτσι, ώστε όταν άναβε ο τελευταίος σταθμός, να εμφανίζεται στο ρολόι του Βυζαντίου το μήνυμα που στέλνονταν αφού στους δίσκους των ρολογιών ήταν χαραγμένα τα μηνύματα που μπορούσε να στέλνει το σύστημα.

Η Βυζαντινή διπλωματία σέ συνδυασμό μέ τόν υπέρμετρο πλούτο ήταν αυτή πού διατήρησε την ακεραιότητα της Ελληνικής Αυτοκρατορίας γιά δέκα αιώνες. O Κωνσταντίνος ο Η', αδελφός του Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου, κατά τή διάρκεια της σύντομης βασιλείας του (1025-1028), εξαγόραζε τίς ειρηνευτικές συμφωνίες, ενώ ο Αλέξιος ο Α' συμβούλευε τόν γιό του, τόν Ιωάννη νά συσσωρεύει χρήμα μόνο καί μόνο γιά νά θέτει φραγμό στήν όρεξη των όμορων εθνών. Τό 967, όταν απειλούνταν η Αυτοκρατορία από τούς Βούλγαρους, ο αυτοκράτορας πλήρωσε τόν Ρώσο πρίγκηπα Σβιατοσλάβ, γιά νά επιτεθεί στόν ενοχλητικό γείτονά τους, ενώ τόν εχθρικό Βοημούνδο της Αντιοχείας τόν προειδοποίησαν ότι οι γείτονές του έχουν ήδη πληρωθεί γιά τή γενναιότητα που θα επιδείξουν εναντίον του. Επίσης μέ πλούσια δώρα καί μέ τιμητικές διακρίσεις καί τίτλους έκλειναν συμμαχίες καί σφράγιζαν φιλίες μέ ξένους ηγεμόνες. Ενδεικτικά αναφέρω ένα χρυσό στέμμα πού είχε δωρηθεί από τόν Μιχαήλ Ζ' Δούκα στόν βασιλιά Γκέζα Α΄ της Ουγγαρίας καί τή λειψανοθήκη πού στάλθηκε στόν Άγγλο βασιλιά Εδουάρδο τόν Εξομολογητή (1042-1066). Ομοίως τούς Πετσενέγκους τούς έπεισαν νά κλείσουν ειρήνη μοιράζοντας όχι μόνο πολυτελή δώρα καί μεταξωτά υφάσματα αλλά καί αυτοκρατορικούς τίτλους καί οφίκια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου