Πέμπτη 4 Ιουνίου 2020

Λατίνοι - Προετοιμασία των σταυροφοριών Βυζαντινούς



Οι σχέσεις ανάμεσα στούς Βυζαντινούς καί τούς υπόλοιπους λαούς της Ευρώπης, χαρακτηρίζονταν από καχυποψία καί δυσπιστία, η οποία οφείλονταν αφ'ενός μέν στήν διαφορετική πολιτισμική πραγματικότητα (culture), αφ' ετέρου στίς αντιθέσεις μεταξύ της Δυτικής καί της Ανατολικής Εκκλησίας. Οι Βυζαντινοί, τούς λαούς πού βρισκόταν κάτω από τήν πνευματική κυριαρχία της Καθολικής Εκκλησίας, τούς αποκαλούσαν "Λατίνους", ενώ οι Ευρωπαίοι τούς Βυζαντινούς τούς αποκαλούσαν "Γραικούς". Μία πετυχημένη σκιαγράφηση ανάμεσα στούς δύο κόσμους εκείνης της εποχής, δηλαδή των "Λατίνων" (Latins) καί των "Γραικών" (Grecs) μας δίνει στήν διδακτορική του διατριβή ο διδάκτωρ του Πανεπιστήμιου της Σορβόννης, M. CARRIER:

        «Nous avons vu precedemment que les denominations reciproques de «GRECS» et de «LATINS» pour differencier (διαφοροποιήσουμε) l'Orient et l'Occident chretiens refletaient non seulement une realite linguistique (γλωσσική), mais egalement culturelle (πολιτιστική) et religieuse (θρησκευτική), voire meme ideologique.

        Ces termes n'etaient donc pas neutres, ni uniquement descriptifs, mais bien charges de considerations implicites qui etaient a la fois historiques, ethniques et, tout compte fait, identitaires. Dans le cas des Occidentaux, l'appellation de «Latins» servait en effet a designer l'ensemble des nations et des regions europeennes (Εθνη Ευρωπαϊκά) qui obeissaient a l'autorite et aux rites de l'eglise romaine (Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία), par opposition aux CHRETIENS ORIENTAUX (ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ) qui etaient sous l'influence de l'eglise byzantine (Βυζαντινή Εκκλησία).

        Le terme entendait egalement designer ces nations qui faisaient toujours usage de la langue latine (Λατινική γλώσσα) dans les spheres religieuses et erudites, et dont les langues et dialectes populaires en etaient generalement tributaires, a l'exception bien sur des regions professant une tradition plus germanique. Bien qu'anachronique, les denominations de Graeci et de Latini se voulaient avant tout un moyen de demarcation entre les Occidentaux et les Byzantins, et n'etaient generalement employees qu'a cet egard. οι όροι Γραικοί καί Λατίνοι αποτελούσαν διακριτικό όνομα των Βυζαντινών καί των Δυτικών...

        Lorsque le mot «Latins» n'etait pas employe par opposition a celui de «Grecs», les termes usuels employes par les chroniqueurs pour designer les croises etaient «les chretien », «les notres», «les pelerins», ou encore les appellations des differentes entites nationales auxquelles ils appartenaient. Robert de Clari, specifia a son public qu'«on appelle Latins ceux de la religion romaine» (Λατίνοι, οι πιστοί της Ρωμαϊκής Εκκλησίας), comme quoi l'appellation n'etait pas une evidence pour tous.

        Enfin, la denomination de Latini etait d'usage egalement chez les chroniqueurs byzantins, qui cherchaient tout autant a distinguer les leurs des Occidentaux. L'emploi du terme, en fait, ne devint systematique qu'a partir du XIIe siecle et remplaca les denominations plus traditionnelles de «Celtes», «Francs», «Allemands» ou «Germains».

        L'appellation de «GRECS», en contrepartie, etait beaucoup plus repandue chez les chroniqueurs des croisades pour DESIGNER LES BYZANTINS. (Οι χρονικογράφοι της εποχής καλούσαν τούς Βυζαντινούς μέ τό όνομα "Ελληνες"). Le terme refletait davantage la realite linguistique du monde byzantin, ou le grec etait toujours en usage, bien qu'il faille distinguer entre le grec parle medieval et le grec attique qui constituait la langue d'ecriture des erudits byzantins. La denomination pose d'ailleurs certains problemes, dont celui de faire abstraction de la grande diversite ethnique qui caracterisa l'Empire byzantin tout au long de son histoire.

        En effet, bien que la majorite de SES HABITANTS FUSSENT GRECS (η πλειονότητα των κατοίκων ήταν Έλληνες), Constantinople etait essentiellement cosmopolite et composee de nombreux peuples venus de regions qui etaient a certains moments sous le joug de l'empire ou limitrophes a celuici, et parfois meme de contrees fort eloignees. Au carrefour des grands axes de communication du monde medieval, Byzance avait de particulier d'etre polyglote et constituee de plusieurs groupes ethniques et religieux, ce qui en faisait une entite sociopolitique heterogene.

        L'emploi du terme «Grecs» etait pourtant fort courant chez les croises, pour qui le mot s'averait etre la seule facon de designer les Byzantins. Pour l'instant, il importe de constater le refus des Latins de designer les Byzantins par la denomination de «Romains», qui etait en fait le nom qu'ils employaient pour s'identifier eux-memes. (Οι Λατίνοι σταυροφόροι αρνιόνταν νά ονομάζουν τούς Βυζαντινούς μέ τόν όρο "Ρωμαίος" καί τούς ονόμαζαν μέ τόν όρο "Γραικός"). Il faut evidemment voir dans ce refus l'ancien contentieux lie a la translatio imperii du VIIIe siecle, refletant l'idee que le titre romain etait passe de l'Orient a l'Occident sous le regne de Charlemagne; il devenait donc approprie de designer desormais l'Empire d'Orient comme «L'EMPIRE DES GRECS» (ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ), afin de souligner cette nouvelle realite et pour preciser l'opposition linguistique, religieuse et culturelle que nous avons deja evoquee. Cette appellation se voulait neanmoins une grave insulte aux Byzantins, qui revendiquaient toujours le titre de Romains.»

Τήν Εκκλησία της Ρώμης τήν είχε ιδρύσει ο Απόστολος Πέτρος καί προϋπήρχε της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. Οπότε, σύμφωνα μέ τούς Λατίνους επισκόπους, η Εκκλησία της Ρώμης ήταν η "Κεφαλή καί Μητέρα της Εκκλησίας" ή "caput et mater". Ο πάπας, διάδοχος του Αγίου Πέτρου, κληρονόμησε τις δυνάμεις πού του μεταβίβασε ο Χριστός, άρα είχε τήν πρωτοκαθεδρία σέ ολόκληρη τήν Εκκλησία. Αντίθετα, σύμφωνα μέ τούς Ορθόδοξους επισκόπους, η Ανατολική Εκκλησία, ως Εκκλησία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, μίας οικουμενικής αυτοκρατορίας μέ εξουσία πάνω από όλα τά υπόλοιπα κράτη, ήταν αυτή πού είχε τήν πρωτοκαθεδρία στήν χριστιανική Εκκλησία. Συνεπώς, οι σχέσεις των δύο Εκκλησιών σε γενικές γραμμές δέν υπήρξαν εγκάρδιες καί φιλικές. Γιά θεολογικούς λόγους αλλά κυρίως γιά λόγους γοήτρου καί εξουσίας, υπήρξαν κατά διαστήματα έντονες διαφωνίες, αφορισμοί ακόμα καί ύβρεις μεταξύ της Ανατολικής καί της Δυτικής Εκκλησίας.

Τό 800, ο πάπας πού είχε στέψει τόν Καρλομάγνο (Charlemagne) ως Αυτοκράτορα των Ρωμαίων (Imperator Romanorum), προκάλεσε τήν σφοδρή αντίδραση του Γραικού Αυτοκράτορα, αφού του αμφισβητούσε τά πρωτεία στήν Οικουμένη. Ομοίως ο Μιχαήλ Κηρουλάριος τό 1053 έγραψε μία επιστολή στόν Πάπα κατηγορώντας τον, ότι επέβαλε, μέσω των Νορμανδών πού κατείχαν τήν ελληνόφωνη Νότια Ιταλία, τό δυτικό εκκλησίασμα καί τήν λατινική γλώσσα στή Θεία Λειτουργία. Τό 1054, ο καρδινάλιος Umberto, προσβλητικά επιχείρησε νά νουθετήσει τόν Πατριάρχη Κηρουλάριο, ως πρός την αυθεντία της Αγίας Ρωμαϊκής Έδρας καί μάλιστα άφησε μέσα στό ναό της Αγίας Σοφίας μία παπική βούλα αφορισμού. Ο Κηρουλάριος απάντησε αφορίζοντας τούς παπικούς απεσταλμένους οδηγώντας στό περίφημο σχίσμα των δύο Εκκλησιών τό έτος 1054. Ο Παπαρρηγόπουλος περιγράφει μέ τόν δικό του τρόπο τίς αντιθέσεις των δύο Εκκλησιών:

        «Αι πλησιέσταται της διαστάσεως αιτίαι, κατά τήν δεκάτην καί ενδεκάτην εκατονταετηρίδα, ήσαν η ίδρυσις της νέας δυτικής αυτοκρατορίας, τήν οποία η ανατολική δέν ήθελε νά αναγνωρίση καί η αδιάκοπος προσπάθεια της Εκκλησίας των Ρωμαίων του να μεταβάλη τά πρωτεία αυτής εις κυριαρχίαν. Η παπική αρχή, ει καί μή δυναμένη νά επιβάλη αμέσως εις τήν Ανατολήν τήν απόλυτον αυτής θέλησιν, δέν έπαυσεν ούτε τότε επιδιώκουσα τόν προαιώνιον αυτής σκοπόν διά δύο εμμέσων τρόπων, τό μέν δηλητηριάζουσα τήν κοινήν της Ευρώπης γνώμην διά παντός είδος συκοφαντίας κατά της Ανατολής τό δέ αγωνιζομένη νά ανακτήση επι του παρόντος, αν όχι άλλο τουλάχιστον τήν κάτω Ιταλίαν καί τήν Σικελίαν, αίτινες όχι μόνο πολιτικώς αλλά καί εκκλησιαστικώς είχον αποσπασθή απ'αυτής.

        Μέχρι τίνος βαθμού οι λειτουργοί της Δυτικής Εκκλησίας προσεπάθουν νά διαδώσωσιν εις τήν Ευρώπην τήν καθ'ημών ύβριν, χλεύην καί περιφρόνησιν, ο αναγνώστης τό ηξεύρει ήδη εκ των διαβοήτων εκθέσεων του επισκόπου Κρεμώνης Λουιτπράνδου, όστις ήλθεν επί Νικηφόρου εις Κωνσταντινούπολιν ως πρέσβυς του αυτοκράτορος της Δύσεως Όθωνος Α'. Εν δέ τή κάτω Ιταλία οι πάπαι αντέταξαν εις τούς ημετέρους πρώτον μέν τούς εγχωρίους έπειτα δέ τούς αυτοκράτορας της Δύσεως καί επί πάσι τούς Νορμαννούς, πρός ούς κατ' αρχάς αμφιβόλως πολιτευόμενοι συνεμάχησαν επί τέλους, κατορθώσαντες δι' αυτών νά καταλύσωσι τό της ανατολικής βασιλείας κράτος εν όλη τή χερσονήσω. Ταύτα δέ πάντα δέν ήτο δυνατόν ειμή νά ερεθίσωσι τά πνέυματα εν Κωνσταντινουπόλει καί νά προκαλέσωσιν επί τέλους τήν ανανέωσιν της πάλης.»

Mία επίσης ενδιαφέρουσα ανάλυση, σχετικά μέ τήν αρνητική γνώμη των Λατίνων γιά τούς Ελληνες του Μεσαίωνα, διαβάζουμε στήν ιστοσελίδα του καθηγητή Marc Carrier. Εκεί διαπιστώνει ότι η αντιπαλότητα αυτή πού ξεκινάει από τά βάθη της Αρχαιότητος, επιδεινώθηκε μέ τίς σταυροφορίες καί κορυφώθηκε με τήν Αλωσι της Κωνσταντινουπόλεως τό 1204 :

        «Even though the ANTAGONISM BETWEEN GREEKS AND LATINS can be traced as far back as Antiquity, the 12th century remains a crucial phase in the deterioration of relations between both cultures. The crusades brought Western Europe into vital contact with its Eastern counterpart, with the hope of renewing the ties of Christian fraternity and, most of all, of finding an ally against Islam. Instead, the first crusaders who set foot in Byzantium found a society and a culture that were alien to their own, and that were in fact quite far from sharing the same goals and ideals. Throughout the 12th century, this contact not only revived old disputes and rivalries, but also brought the animosity down to a popular level. Although the schism between the Eastern and the Western churches already had a foundation in the previous century, it was only when countless throngs of pilgrims from all groups and social backgrounds clashed with the Byzantines that the rupture really took root, as much on a religious level than a cultural one. The sack of Constantinople by the crusaders in 1204 was the culmination of this unfortunate conflict, leading us in fact to believe that the crusades are better characterized by the failure of Greeks and Latins to find a common understanding than by the actual confrontation between Christians and Muslims themselves.

        This representation of the Greeks was not new to the crusaders, since its origin can be traced as far back as Antiquity. Classical literature offers many examples of this anti-Greek sentiment, although one famous passage is often cited more than others: Virgil's "Φόβου τούς Δαναούς καί δώρα φέροντες" which denounces the treachery of the Greeks who captured Troy by means of a wooden horse. We should also mention other passages from authors who emphasized the effeminate nature of the Greeks, due to their decadent way of life and many other vices. Τhe crusaders considered the Greeks to be the antithesis of knightly values and were therefore deceitful and effeminate. These concepts of shame and dishonor consequently shaped the Western image of Greeks, an image that was spread mainly by the Normans who were constantly at heads with Byzantium throughout the 12th century.»

Η τριβή μεταξύ των δύο Εκκλησιών όμως θεωρείται αμελητέα ποσότις, μπροστά στην πάλη καί στό μίσος πού υπήρχε μεταξύ των δύο κυρίαρχων θρησκευτικών ιδεολογιών της εποχής εκείνης, πού ήταν η πάλη μεταξύ του μωαμεθανισμού καί του χριστιανισμού. Τό Ισλάμ είχε ξεπηδήσει τετρακόσα χρόνια νωρίτερα από τους άμμους της Αραβίας, καί μέ ηγέτη του τόν προφήτη Μωάμεθ, κατάφερε μέ σπαθί καί αίμα νά κυριαρχήσει στήν Αραβία, τήν Περσία, τή Μεσοποταμία, τή Μέση Ανατολή, τήν Βόρεια Αφρική ακόμα καί στήν Ισπανία. Greek Fire - Ελληνικόν Πυρ Τό "Υγρό Πύρ" των Βυζαντινών, γνωστό διεθνώς ως "Greek fire", σταμάτησε τούς βαρβάρους στά τείχη της Κωνσταντινουπόλως σώζοντας τό χριστιανικό κράτος από τήν καταστροφή, αλλά καί διασώζοντας ταυτόχρονα καί τήν κληρονομιά πού θά διαμόρφωνε τήν Ευρώπη, όπως τήν γνωρίζουμε σήμερα. Οι Αρχαίοι Ελληνες είχαν σταματήσει τούς Ασιάτες Πέρσες στήν Σαλαμίνα καί οι Μεσαιωνικοί Ελληνες σταμάτησαν τούς Ασιάτες Αραβες στά "Θεοδοσιανά Τείχη".

Ηταν τό έτος 638, όταν ο χαλίφης Ομάρ είχε εισέλθει θριαμβευτής στην Ιερουσαλήμ πάνω σε μια άσπρη καμήλα. Ήταν ντυμένος με τριμμένα, βρώμικα ρούχα, κι ο στρατός που τον ακολουθούσε ήταν τραχύς και άξεστος αλλά η πειθαρχία του ήταν τέλεια.Ο Ομάρ πήγε κατ' ευθείαν στην τοποθεσία του Ναού του Σολομώντος, απ' όπου ο φίλος του Μωάμεθ είχε ανεβεί στους ουρανούς. Κατόπιν ο χαλίφης ζήτησε να δει τους ναούς των Χριστιανών. Ο πατριάρχης τον πήγε στην εκκλησία του Παναγίου Τάφου και του έδειξε όλα όσα ήταν εκεί. Ενώ ήταν μέσα στην εκκλησία, ήρθε η ώρα της μουσουλμανικής προσευχής. Ο χαλίφης ρώτησε που μπορούσε νά απλώσει το χαλί της προσευχής. Ο Σωφρόνιος τον παρακάλεσε να μείνει εκεί που ήταν, αλλά ο Ομάρ βγήκε έξω στον Πυλώνα του Μαρτυρίου, από φόβο, όπως είπε, μήπως οι ζηλωτές οπαδοί του διεκδικήσουν για το Ισλάμ τη θέση όπου είχε προσευχηθεί. Και πραγματικά έτσι έγινε. Οι μωαμεθανοί πήραν τον Πυλώνα, αλλά η εκκλησία παρέμεινε όπως ήταν, το ιερότερο από τα τεμένη της Χριστιανοσύνης .

Η Ιερουσαλήμ, τό λίκνο του Χριστιανισμού, χάνοταν οριστικά από τήν κυριαρχία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, καί περνούσε στήν εξουσία του Ισλάμ. Οι ειδωλολάτρες είχαν τήν επιλογή είτε νά ασπασθούν τον ισλαμισμό ή να θανατωθούν, αλλά οι λαοί της Βίβλου, οι χριστιανοί και οι ιουδαίοι θα μπορούσαν να διατηρήσουν τους τόπους της λατρείας τους και να τους χρησιμοποιούν χωρίς εμπόδιο, αλλά δεν θα μπορούσαν να προσθέσουν άλλους στον υπάρχοντα αριθμό, ούτε θα μπορούσαν να φέρουν όπλα ή να ιππεύουν σε άλογο. Επιπλέον θά έπρεπε να καταβάλλουν ένα ετήσιο κεφαλικό φόρο. Οι χριστιανοί της Ανατολής δέχτηκαν την κυριαρχία των απίστων κυρίων των. Αλλωστε δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε άλλο. Τώρα πια δεν υπήρχε πιθανότητα να σηκωθεί πάλι το Βυζάντιο, όπως τον καιρό των Περσών, για νά ανακτήσει τους Αγίους Τόπους. Οι Άραβες, ναυπήγησαν σύντομα στόλο με βάση την Αλεξάνδρεια και απέσπασαν από τους Βυζαντινούς το πιο πολύτιμο πλεονέκτημά των, την κυριαρχία των θαλασσών.

Γιά τούς χριστιανούς της Δύσης δέν έμενε τίποτα άλλο παρά νά ταξιδεύουν ως απλοί ταξιδιώτες τούς Αγίους Τόπους καί νά προσκυνούν τόν τόπο πού μαρτύρησε ο Ιησούς ο Ναζωραίος γιά τήν σωτηρία του κόσμου. Το ταξίδι ήταν δαπανηρό και δύσκολο, και πολύ λίγος πλούτος είχε απομείνει στη δυτική Χριστιανοσύνη. Οι δυτικοί χριστιανοί εξακολουθούσαν να επισκέπτονται τους Αγίους Τόπους της Ανατολής από τόν 7ο αιώνα χωρίς διακοπή. Το 670, ο Φράγκος επίσκοπος Arnulf ξεκίνησε για την Ανατολή και κατόρθωσε να κάνει έναν πλήρη γύρο της Αιγύπτου, της Συρίας και της Παλαιστίνης και να επιστρέψει μέσω Κωνσταντινουπόλεως, αλλά το ταξίδι διήρκεσε αρκετά χρόνια κι αυτός ο ίδιος συνάντησε πολλές αντιξοότητες και υπέστη πολλές κακουχίες . Κατά την όγδοη εκατονταετηρίδα ο αριθμός των προσκυνητών αυξήθηκε. Έφθασαν μάλιστα και μερικοί από την Αγγλία, από τους οποίους ο πιο διάσημος υπήρξε ο Willibald, που πέθανε το 781 ως επίσκοπος του Eichstadt στη Βαυαρία. Ο Κάρολος ο Μεγάλος είχε αποκαταστήσει την τάξη και κάποια ευημερία στη Δύση και είχε συνάψει καλές σχέσεις με τον χαλίφη Αρούν αλ-Ρασίδ. Τα ξενοδοχεία που είχαν ανεγερθεί με τη βοήθειά του στους Αγίους Τόπους δείχνουν ότι στην εποχή του πρέπει να είχαν φθάσει πολλοί προσκυνητές στην Ιερουσαλήμ και γυναίκες μεταξύ των. Καλογριές από την χριστιανική Ισπανία είχαν σταλεί να υπηρετήσουν στον Πανάγιο Τάφο. Η μεγάλη εποχή του προσκυνήματος αρχίζει με τον δέκατο αιώνα. Ο Ράνσιμαν περιγράφει εκείνη τήν εποχή:

        «Οι Αραβες έχασαν τις τελευταίες πειρατικές φωλιές τους στην Ιταλία και τη νότια Γαλλία κατά την διάρκεια του αιώνα, και η Κρήτη είχε αποσπασθεί από αυτούς το 961, επι αυτοκράτορος Νικηφόρου του Γ'. Ήδη εκείνο τον καιρό, το βυζαντινό ναυτικό είχε για ένα διάστημα αρκετά την κυριαρχία στις θάλασσες ώστε να έχει τελείως αναζωογονηθεί το θαλάσσιο εμπόριο στη Μεσόγειο. Ελληνικά και ιταλικά εμπορικά πλοία έπλεαν ελεύθερα μεταξύ των λιμανιών της Ιταλίας και της αυτοκρατορίας και είχαν αρχίσει, με την καλή θέληση των μωαμεθανικών αρχών, νά ανοίγουν εμπόριο με την Συρία και την Αίγυπτο. Ήταν εύκολο για έναν προσκυνητή να εξασφαλίσει μια θέση κατ' ευθείαν από τη Βενετία ή τή Βάρη για την Τρίπολη ή την Αλεξάνδρεια, αν και οι περισσότεροι ταξιδιώτες προτιμούσαν να σταματούν στην Κωνσταντινούπολη για να δουν τη μεγάλη συλλογή της από άγια λείψανα και κατόπιν να συνεχίζουν δια θαλάσσης ή από το δρόμο της ξηράς, τον οποίον οι πρόσφατες βυζαντινές στρατιωτικές επιτυχίες είχαν καταστήσει ασφαλή. Στην ίδια την Παλαιστίνη, οι μωαμεθανικές αρχές, είτε αββασίδικες, φατιμίδικες ή ισχίδικες, σπάνια δημιουργούσαν δυσκολίες, αλλά, μάλλον δέχονταν καλά τους ταξιδιώτες για τον πλούτο που έφερναν στην επαρχία.

        Χρονογράφοι της εποχής μας λένε για προσκυνήματα στούς Αγίους Τόπους. Από τους μεγάλους άρχοντες και κυρίως της Δύσεως ήταν η Χίλντα, κόμισσα της Σουηβίας η οποία πέθανε στο ταξίδι της το 969, και η Ιουδίθ, δούκισσα της Βαυαρίας, γυναικαδέλφη του αυτοκράτορα Όθωνος Ι, της οποίας η περιήγηση έγινε το 970. Αν και υπήρχαν ακόμα πολλοί Γερμανοί μεταξύ των προσκυνητών του ενδέκατου αιώνα, όπως οι αρχιεπίσκοποι του Trier και του Mainz και ο επίσκοπος της Βαμβέργης, και πολλοί προσκυνητές από την Αγγλία, οι Γάλλοι και οι Λωρραινοί προσκυνητές τους ξεπερνούσαν τώρα κατά πολύ σε αριθμό. Ο τρομερός Fulk Nerra του Anjou πήγε στην Ιερουσαλήμ το 1002 και ξαναγύρισε αργότερα εκεί δύο φορές. Ο δούκας Richard III της Νορμανδίας έστειλε εκεί ελεημοσύνες και ο δούκας Robert ήταν επί κεφαλής μιας μεγάλης ομάδος που πήγε εκεί το 1035. Όλα αυτά τα προσκυνήματα έχουν πιστά καταχωρηθεί από τον Κλουνιακό ιστορικό, τον μοναχό Glaber.

        Οι Νορμανδοί ακολούθησαν το παράδειγμα των δουκών τους. Στα μισά του αιώνα αποτελούσαν τόσο μεγάλη και τόσο ένθερμη αναλογία των προσκυνητών της Παλαιστίνης, ώστε η κυβέρνηση της Κωνσταντινουπόλεως, θυμωμένη εναντίον των Νορμανδών για τις επιδρομές τους κατά της βυζαντινής Ιταλίας, άρχισε να δείχνει κάποια κακή θέληση προς την κίνηση των προσκυνητών . Οι εξάδελφοί τους από την Σκανδιναβία έδειχναν σχεδόν παρόμοιο ενθουσιασμό. Οι Σκανδιναβοί συνήθιζαν από πολύ καιρό να επισκέπτονται την Κωνσταντινούπολη, και ο πλούτος της τους έκαναν μεγάλη εντύπωση. Μιλούσαν στις βόρειες εστίες τους για την Micklegarth όπως ονόμαζαν τη μεγάλη πόλη, που κατά καιρούς ταύτιζαν με την Asgard, την κατοικία των θεών. Ήδη το 930 υπήρχαν άνθρωποι του βορρά στο στρατό του αυτοκράτορα. Στις αρχές του ενδέκατου αιώνα ήσαν τόσοι πολλοί απ' αυτούς ώστε είχαν συγκροτηθεί ιδιαίτερα συντάγματα από Νορβηγούς, η περίφημη φρουρά των Βαράγγων. Οι Βαράγγοι απέκτησαν σε λίγο τη συνήθεια να περνούν την άδειά τους σέ ένα ταξίδι στην Ιερουσαλήμ. Το πρώτο που βρίσκουμε γραμμένο είναι το ταξίδι κάποιου Kolskeggr, που ήταν στην Παλαιστίνη το 992. Ο Χάραλδ Χαρδράδα, ο διασημότερος από τους Βαράγγους, ήταν εκεί το 1034.

        Ο μισό-Δανός Swein Godwinsson ξεκίνησε με ένα σώμα Αγγλων το 1051 για να εξιλεωθεί για έναν φόνο, αλλά πέθανε από το κρύο στα βουνά της Ανατολίας το επόμενο φθινόπωρο. Είχε πάει ξυπόλυτος εξ αιτίας των αμαρτιών του. Ο Lagman Gadrodsson, Νορβηγός βασιλεύς του Μαν, που είχε σκοτώσει τον αδελφό του, ζήτησε παρόμοια συγχώρηση από τον Θεό. Οι περισσότεροι Σκανδιναβοί προσκυνητές προτιμούσαν να κάνουν το γύρο ερχόμενοι από την θάλασσα δια μέσου των στενών του Γιβραλτάρ και επιστρέφοντας δια ξηράς μέσω της Ρωσίας.»

Το 1040, έξι αδελφοί, οι γιοι ενός Νορμανδού μικρο-ιππότη, του Tancred de Hauteville, κατέλαβαν την πόλη του Melfi στα βουνά της Apulia και ίδρυσαν εκεί ένα πριγκιπάτο. Οι τοπικές βυζαντινές αρχές δεν τους πήραν στα σοβαρά, αλλά ο δυτικός αυτοκράτωρ, Henry III, επιθυμώντας να πάρει υπό τον έλεγχό του την επαρχία για την οποία οι δύο αυτοκρατορίες ανταγωνίζονταν επί πολύ καιρό, και ο Γερμανός πάπας τον οποίον αυτός είχε ονομάσει, μη ανεχόμενος τον Πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως να κυβερνά ιταλικές έδρες, έδωσαν και οι δύο την υποστήριξή τους στους Νορμανδούς. Μέσα σε δώδεκα χρόνια, οι γιοι του Tancred επέβαλαν την κυριαρχία τους στις λομβαρδικές ηγεμονίες. Είχαν απωθήσει τους Βυζαντινούς στην άκρη της Καλαβρίας και στην ακτή της Απουλίας. Απειλούσαν τις πόλεις της δυτικής ακτής και έκαναν επιδρομές δια μέσου της Campania προς βορρά ως τα περίχωρα της Ρώμης. Η βυζαντινή κυβέρνηση ανησύχησε. Ο κυβερνήτης της Απουλίας Μαριανός Αργυρός εκλήθη στην πρωτεύουσα νά αναφέρει και εστάλη πίσω με πλήρη εξουσιοδότηση νά αποκαταστήσει τα πράγματα. Στρατιωτικώς, ο Μαριανός δεν κατόρθωσε τίποτα. Οι Νορμανδοί απώθησαν με ευκολία τον μικρό στρατό του.

Διπλωματικά, ο Ελληνας αυτοκράτορας είχε μεγαλύτερη επιτυχία γιατί ο πάπας, ο Λωρραινός Λέων ο IX, ήταν το ίδιο ανήσυχος. Οι νορμανδικές επιτυχίες υπήρξαν μεγαλύτερες παρ' ό,τι αυτός και ο Henry ο III είχαν λογαριάσει. Ο Henry ήταν τώρα απασχολημένος με μια εκστρατεία στην Ουγγαρία, αλλά έστειλε βοήθεια στον πάπα. Το καλοκαίρι του 1053 ο Λέων κινήθηκε προς νότο με ένα στρατό από Γερμανούς και Ιταλούς, διακηρύσσοντας ότι αυτός ήταν ιερός πόλεμος. Ένα βυζαντινό στράτευμα επρόκειτο να ενωθεί μαζί του, αλλά ενώ το περίμενε έξω από τη μικρή πόλη της Απουλίας Τσιβιντάτε, οι Νορμανδοί του επιτέθηκαν. Ο στρατός του νικήθηκε κι ο ίδιος πιάστηκε αιχμάλωτος. Το 1059, στη Σύνοδο του Melfi, ο πάπας Νικόλαος II αναγνώρισε τον Robert Guiscard, "Ροβέρτο τη νυφίτσα", τον πρεσβύτερο από τους επιζώντες γιους του Tancred, ως «Δούκα της Απουλίας και της Καλαβρίας, ελέω Θεού και του Αγίου Πέτρου, και με τη βοήθειά των, της Σικελίας». Αυτή η αναγνώριση, επέτρεψε στους Νορμανδούς να ολοκληρώσουν την κατάκτησή τους. Οι ναυτικές δημοκρατίες πολύ σύντομα υποτάχθηκαν σέ αυτούς και το 1060 ό,τι απόμεινε στους Βυζαντινούς από την Ιταλία ήταν η πρωτεύουσά των, το παράλιο φρούριο της Βάρης. Στο μεταξύ, ο νεώτερος αδελφός τού Robert, Roger (Ρογήρος), άρχισε την αργή αλλά επιτυχή κατάκτηση της Σικελίας από τους Άραβες .

Ο χριστιανός πολίτης είχε νά αντιμετωπίσει ένα βασικό πρόβλημα: έχει δικαίωμα να πολεμήσει για τη χώρα του, μέ δεδομένο ότι ο πόλεμος σημαίνει σφαγή και καταστροφή; Οι παλιότεροι χριστιανοί πατέρες δεν είχαν αμφιβολίες. Γι' αυτούς ο πόλεμος ήταν πέρα για πέρα φόνος. Αλλά μετά τον θρίαμβο του Σταυρού, όταν η αυτοκρατορία έγινε Χριστιανοσύνη, δεν θα έπρεπε οι πολίτες της να είναι έτοιμοι να πάρουν τα όπλα για την ευημερία της; Η ανατολική Εκκλησία είχε τη γνώμη πως όχι γιατί δεν μεταχειριζόταν τον «Ρωμαίο» στρατιώτη ως φονιά. Ο θάνατος στη μάχη δεν θεωρείτο ένδοξος, ούτε ο θάνατος στη μάχη εναντίον του απίστου θεωρείτο μαρτύριο. Ο πόλεμος κατά των απίστων ήταν πράγμα λυπηρό αν και μερικές φορές μπορούσε να είναι αναπόφευκτο. Ο πόλεμος εναντίον αδελφών χριστιανών ήταν διπλά κακός. (Η Βυζαντινή ιστορία είναι χαρακτηριστικά απαλλαγμένη από επιθετικούς πολέμους. Η Ρωμιοσύνη εδώ καί χίλια χρόνια αμύνεται καί προσπαθεί νά διατηρήσει υπό τήν κατοχή της ελληνικά εδάφη καί μόνο ελληνικά. Ο Ελληνικός εθνικισμός, πού κατηγορείται από πολλούς, δέν έχει σχέση ούτε μέ τον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό, ούτε μέ τόν αγγλικό ιμπεριαλισμό, ούτε μέ τόν σταλινικό διεθνισμό, ούτε μέ τόν τουρκικό επεκτατισμό. Δέν έχει βλέψεις σέ ξένη επικράτεια, υποστηρίζει δίκαια αιώνων. Δέν νομιμοποιεί τόν κατακτητή, ούτε παραχωρεί ιστορία καί μνήμη. Οι εγχώριοι προδοδευτικοί, εν έτει 2008, συμπλέουν μέ τόν εθνικισμό των κουμπάρων μας, ο οποίος είναι κατακτητικός, σιωπούν μέ τόν εθνικισμό των Σκοπιανών, δέν μάχονται τόν αμερικανικό ιμπεριαλισμό στήν περιοχή των συνόρων μας, υμνούν τόν σταλινικό διεθνισμό αλλά κατηγορούν τόν ελληνικό εθνικισμό, ο οποίος είναι αμυντικός).

Ειρηνικές μέθοδοι ήσαν πάντοτε προτιμότερες, έστω και αν περιλάμβαναν περίπλοκη διπλωματία ή καταβολή χρημάτων.Για τους δυτικούς ιστορικούς, συνηθισμένους να θαυμάζουν την πολεμική ανδρεία, οι πράξεις πολλών Βυζαντινών πολιτικών φαίνονται άνανδρες, θηλυπρεπείς ή πονηρές, αλλά το κίνητρο ήταν πάντοτε μια γνήσια επιθυμία νά αποφευχθεί αιματοχυσία. Η πριγκίπισσα Αννα Κομνηνή, μια από τους πιο τυπικούς Βυζαντινούς, το διευκρινίζει στην ιστορία της ότι, όσο μεγάλο κι αν ήταν το ενδιαφέρον της για τα στρατιωτικά ζητήματα κι όσο κι αν εκτιμούσε τις επιτυχίες του πατέρα της στους πολέμους, θεωρούσε τον πόλεμο ως αισχρό πράγμα, έσχατο καταφύγιο όταν ο,τιδήποτε άλλο θα είχε αποτύχει, πραγματικά μια ομολογία αποτυχίας.

Η δυτική άποψη ήταν διαφορετική. Ο Άγιος Αυγουστίνος παραδεχόταν ότι μπορούσαν να διεξάγονται πόλεμοι κατ' εντολή του Θεού. Ο κώδικας της ιπποσύνης που αναπτυσσόταν, υποστηριζόμενος από τα λαϊκά έπη, παρείχε γόητρο στον στρατιωτικό ήρωα. Η Παπική Εκκλησία επιζήτησε να κατευθύνει την πολεμοχαρή ενεργητικότητα σε δρόμους που θα εξυπηρετούσαν τα δικά της συμφέροντα. Ο ιερός πόλεμος, δηλαδή ο πόλεμος για τα συμφέροντα της Εκκλησίας, έγινε επιτρεπτός και μάλιστα επιθυμητός. Ο πάπας Λέων ο IV, κατά τα μέσα του ένατου αιώνα, διακήρυξε ότι οποιοσδήποτε πέθαινε στη μάχη υπερασπιζόμενος την Εκκλησία θα είχε ουράνια ανταμοιβή . Ο πάπας Ιωάννης VIII, λίγα χρόνια αργότερα, τοποθετούσε τα θύματα ενός ιερού πολέμου μαζί με τους μάρτυρες, αν πέθαιναν ένοπλοι στη μάχη οι αμαρτίες τους ήσαν συγχωρημένες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου